-
1 δυσανακρατος
-
2 δυσανάκρατος
δυσανάκρατοςhard to mix: masc /fem nom sg -
3 δυσανάκρατος
δῠσανά-κρᾱτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσανάκρατος
См. также в других словарях:
δυσανάκρατος — δυσανάκρατος, ον (Α) αυτός που δύσκολα αναμιγνύεται … Dictionary of Greek
δυσανάκρατος — hard to mix masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)