-
1 δυσανάγνωστος
η, ο [ος, ον ] неразборчивый, неудобочитаемый;υπογραφή δυσανάγνωστοςη — неразборчивая подпись
-
2 δυσανάγνωστος
-< ανά>γνωστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσανάγνωστος
-
3 δυσανάγνωστος
1) illisible2) indéchiffrable -
4 δυσανάγνωστος
nieczytelny przym. -
5 δυσανάγνωστος
1) nečitelný2) nerozluštitelný -
6 δυσανάγνωστος
1) illegible2) unreadableΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δυσανάγνωστος
-
7 okunaksız
δυσανάγνωστος -
8 illisible
δυσανάγνωστος -
9 indéchiffrable
δυσανάγνωστος -
10 nečitelný
δυσανάγνωστος -
11 nerozluštitelný
δυσανάγνωστος -
12 illegible
δυσανάγνωστος -
13 unreadable
δυσανάγνωστος -
14 nieczytelny
δυσανάγνωστος -
15 неразборчивый
-
16 нечеткий
нечетк||ийприл δυσανάγνωστος (о написанном)/ μή καθαρός (о произношении)/ перен ἄτακτος, ἀκατάστατος (о работе)/ ἀόριστος, ἀσαφής (о мысли и т. п.):\нечеткий почерк δυσανάγνωστος γραφικός χαρακτήρας. -
17 неразборчивый
επ., βρ: -чив, -а, -о.1. δυσανάγνωστος, δυσκολοδιάβαστος•неразборчивый почерк δυσανάγνωστος γραφικός χαρακτήρας.
|| ακατάληπτος, δυσκολονόητος, ακατανόητος•-ая речь δυσκολονόητη ομιλία.
2. μη εκλεκτικός, μη απαιτητικός, που δε διαλέγει•он неразборчивый в ед αυτός δε διαλέγει φαγητά (δεν είναι ψιλοστό-μαχος).
|| που δεν κάνει διάκριση•он -чив в средствах αυτός δεν κάνει διάκριση στα μέσα ή αυτός χρησιμοποιεί όλα τα μέσα.
-
18 неравномерный
ανομοιόμορφος. неразборчив{}ость{}(текста) το δυσανάγνωστοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > неравномерный
-
19 неразборчивый
неразборчивыйприл1. (почерк) δυσανάγνωστος·2. (в еде) ὁλιγαρκής, μή ἀπαιτητικός:\неразборчивыйый в пище ὁ λιτοδίαιτος·3. (беспринципный):он неразборчив в знакомствах συναναστρέφεται μέ ὀποιον τύχει· \неразборчивыйый в средствах ὁ μεταχειριζόμενος ὅλα τά μέσα, ὁ ἀδίστακτος. -
20 плохой
плох||о́йприл κακός, ἀσχημος:\плохойая видимость ἡ κακή ὀρατότητα [-ης]· \плохойо́е здоровье ἡ κλονισμένη ὑγεία· \плохойо́е настроение ἡ κακοδιαθεσία, ἡ κακή διάθεση, ἡ κακοκεφιά· \плохойая пища ἡ κακή τροφή· \плохой почерк ὁ δυσανάγνωστος γραφικός χαρακτήρας· \плохой£я привычка ἡ ἀσχημη συνήθεια· \плохой человек κακός (или ἀνάποδος) ἄνθρωπος· он о́чень плох εἶναι σέ κακό χάλι, εἶναι πολύ ἄσχημα· его́ дела плохи οἱ δουλειές του πηγαίν-ιον ἄσχημα· ◊ с иим шутки плохи разг δέν χωρατεύει, δέν σηκώνει χωρατά, δέν ἀστειεύεται.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δυσανάγνωστος — η, ο (AM δυσανάγνωστος, ον) (για τον γραφικό χαρακτήρα ή για κείμενο) αυτός που προκαλεί δυσχέρειες στον αναγνώστη, που διαβάζεται δύσκολα … Dictionary of Greek
δυσανάγνωστος — η, ο επίρρ. α αυτός που διαβάζεται δύσκολα: Ο γραφικός της χαρακτήρας είναι δυσανάγνωστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άσπρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 912 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στην κοιλάδα του Αξιού, κοντά στα σύνορα με τον νομό Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. * * * η, ο (AM ἄσπρος, η, ο) ο λευκός μσν. νεοελλ. 1. ο ασημένιος… … Dictionary of Greek
τυφλώττω — ΝΑ είμαι τυφλός νεοελλ. μτφ. εθελοτυφλώ, κάνω τα στραβά μάτια αρχ. (για γραφή) είμαι δυσανάγνωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + επίθημα ώττω, δηλωτικό ασθενείας (πρβλ. ἀμβλυ ώττω)] … Dictionary of Greek
αδιάβαστος — η, ο 1. εκείνος που δε διάβασε, δε μελέτησε: Συχνά πάει στο σχολείο αδιάβαστος. 2. αυτός που δε διαβάστηκε: Μερικά από τα βιβλία της βιβλιοθήκης μου τα έχω ακόμη αδιάβαστα. 3. δυσανάγνωστος: Τα γράμματά του είναι αδιάβαστα. 4. αυτός που δεν πήρε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευανάγνωστος — η, ο αυτός που διαβάζεται εύκολα (αντίθ. δυσανάγνωστος):Υπογραφή ευανάγνωστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)