Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

δυσάρεστος

  • 1 δυσάρεστος

    [дисарэсгос] εκ. неприятный, противный,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δυσάρεστος

  • 2 неприятный

    неприятный αντιπαθητικός* δυσάρεστος (тж. о вкусе)
    * * *
    αντιπαθητικός; δυσάρεστος (тж. о вкусе)

    Русско-греческий словарь > неприятный

  • 3 тяжёлый

    επ., βρ: -жл, -жела, -жело.
    1. βαρύς•

    тяжёлый камень βαριά πέτρα•

    тяжёлый металл βαρύ μέταλλο.

    || μεγάλος•

    -ые капли μεγάλες σταγόνες.

    || χοντρός•

    -ое платье βαρύ ένδυμα.

    || πυκνός•

    -ые тучи βαριά σύννεφα.

    || δύσπεπτος•

    -ая еда βαρύ φαγητό.

    2. (απλ.) έγκυος.
    3. βαρύσωμος. || αδρός• χοντρός, ευμεγάθης (για πρόσωπο, μέλη του σώματος).
    4. ηχηρός•

    -ые шаги прохожего τα βαριά βήματα του διαβάτη•

    -ая походка βαρύ βάδισμα.

    || άγαρμπος, άκομψος• χοντρός, χοντροκομμένος.
    5. δύσκολος, δυσχερής, χαλεπός, ζόρικος•

    -ая работа βαριά δουλειά•

    -ые роды δύσκολος τοκετός•

    тяжёлый год δύσκολος χρόνος•

    -ая жизнь η δύσκολη ζωή•

    -ая дорога δύσκολος δρόμος•

    тяжёлый подъм μεγάλος ανήφορος•

    -ое дыхание δύσκολη αναπνοή•

    -ые условия δύσκολες συνθήκες.

    || δύστροπος, με βαρύ χαρακτήρα•

    тяжёлый ученик δύστροπος μαθητής.

    || μεγάλος• δυνατός, ισχυρός, γερός•

    -ые налоги βαριοί φόροι•

    сон βαρύς ύπνος•

    тяжёлый удар γερό χτύπημα•

    -ое горе μεγάλη στενοχώρια•

    тяжёлый вздох βαρύς αναστεναγμός• —ая вина μεγάλο σφάλμα.

    || αυστηρός• σκληρός•

    -ое наказание βαριά ποινή (τιμωρία).

    || σοβαρός, επικίνδυνος•

    -ая форма дифтерии βαριά μορφή διφθερίτιδας•

    -ое ранение σοβαρό τραυμάτισμα (τραύμα).

    6. καταθλιπτικός, επαχθής, καταπιεστικός• θλιβερός• σκοτεινός• δυσάρεστος•

    -ое предчувствие δυσάρεστη προαίσθηση•

    -ые мысли σκοτεινές σκέψεις•

    -ое известие θλιβερή είδηση.

    || σκυθρωπός, κατηφής• θλιμμένος, μελαγχολικός (για βλέμμα, φωνή). || απεχθής, δυσάρεστος•, тяжёлый запах άσχημη μυρουδιά.
    8. ογκώδης•

    -ые танки βαριά άρματα μάχης•

    -ая артиллерия το βαρύ πυροβολικό.

    εκφρ.
    - ая артиллерия – άνθρωπος πάρα πολύ δυσκίνητος•
    тяжёлый вес ή тяжёлыйые весовые категории – κατηγορία αθλητών βαρέων βαρών•
    - ая голова – βαρύ κεφάλι (ελαφρός πονοκέφαλος)•
    тяжёлый день – βαριά μέρα (εντατικής εργασίας ή αποτυχίας)•
    -ая промышленность ή индустрия – βαριά βιομηχανία•
    - ая рука – βαρύχέρι (που χτυπά δυνατά ή που δεν είναι τυχερό)•
    тяжёлый ум – αμβλύνοια, ελαφρόνοια•
    - ые фигуры – η βασίλισσα και ο πύργος του σκακιού•
    тяжёлый на ногу – δύσκαμπτος στο βάδισμα•
    тяжёлый на подъм – α) ασήκωτος από τη θέση του (πολύ αραιά μετακινούμενος ή εξερχόμενος από το σπίτι του), β) νωθρός, οκνηρός, νωχελής•
    с -ым сердцем – με βαριά καρδιά, βαρυκάρδιος, βαρύθυμος.

    Большой русско-греческий словарь > тяжёлый

  • 4 досадный

    доса́д||ный
    прил λυπηρός, δυσάρεστος:
    \досадныйный случай τό λυπηρό συμβάν, τό δυσάρεστο γεγονός.

    Русско-новогреческий словарь > досадный

  • 5 недобрый

    недобр||ый
    прил
    1. κακός, ἄγριος, σκληρός / ἐχθρικός (враждебный):
    \недобрый взгляд τό ἄγριο βλέμμα· питать \недобрыйые чувства к кому́-л. αἰσθάνομαι ἐχθρα γιά κάποιον, κρατῶ κακία κάποιου·
    2. (плохой) κακός, δυσάρεστος, ἀσχημος:
    \недобрыйая весть ἡ δυσάρεστη είδηση· \недобрыйое предчувствие ἡ δυσάρεστη προαίσθηση· заслужить \недобрыйую славу ἀποκτῶ κακή φήμη· замышлять что-то \недобрыйое ἔχω κακές προθέσεις.

    Русско-новогреческий словарь > недобрый

  • 6 нежелательный

    нежела||тельный
    прил ἀνεπιθύμητος, ἀπευκταίος/ δυσάρεστος (неприятный):
    \нежелательныйтельные последствия ὁ£ δυσάρεστες συνέπειες.

    Русско-новогреческий словарь > нежелательный

  • 7 неприятный

    неприятн||ый
    прил δυσάρεστος / ἀντιπαθητικός (о человеке):
    \неприятныйый запах ἡ δυσοσμία, ἡ ἄσχημη μυρωδιά· попасть в \неприятныйое положение ἡ δυσάρεστη θέση.

    Русско-новогреческий словарь > неприятный

  • 8 неугодный

    неугодный
    прил ἀνεπιθύμητος / δυσάρεστος (неприятный).

    Русско-новогреческий словарь > неугодный

  • 9 неутешительный

    неутеши́тельн||ый
    прил μή παρηγορητικός, θλιβερός, μή Ικανοποιητικός / δυσάρεστος (неблагоприятный):
    \неутешительный ответ ἡ μή Ικανοποιητική ἀπάντηση· \неутешительныйые вести τά δυσάρεστα νέα

    Русско-новогреческий словарь > неутешительный

  • 10 тягостный

    тягостн||ый
    прил βαρύς, ἐπαχθής/ καταθλιπτικός, δυσάρεστος (мучительный):
    \тягостныйое молчание ἡ καταθλιπτική σιωπή· \тягостныйое впечатление ἡ βαρειά ἐντύπωση· \тягостныйое зрелище τό δυσάρεστο θέαμα

    Русско-новогреческий словарь > тягостный

  • 11 неприятный

    [νιχριγιάτνυϊ] εκ δυσάρεστος, αντιπαθητικός

    Русско-греческий новый словарь > неприятный

  • 12 неугодный

    [νιουγκόντνυϊ] επ. δυσάρεστος, ανεπιθύμητος

    Русско-греческий новый словарь > неугодный

  • 13 неприятный

    [νιχριγιάτνυϊ] εκ δυσάρεστος, αντιπαθητικός

    Русско-эллинский словарь > неприятный

  • 14 неугодный

    [νιουγκόντνυϊ] επ δυσάρεστος, ανεπιθύμητος

    Русско-эллинский словарь > неугодный

  • 15 досадливый

    επ., βρ: -лив, -а, -о
    λυπηρός, θλιβερός• δυσάρεστος, οχληρός, πληκτικός.

    Большой русско-греческий словарь > досадливый

  • 16 дурной

    επ., βρ: дурен к. απλ. дурн, дурна, -но.
    1. κακός, άσχημος, απεχθής, αποκρουστικός•

    дурной почерк άσχημος γραφικός χαρακτήρας•

    дурной зипах άσχημη μυρουδιά, κακοσμία•

    -ые привычки κακές συνήθειες•

    -ые манеры άσχημοι τρόποι συμπεριφοράς.

    2. αισχρός, ανήθικος•

    дурной поступок κακή διαγωγή•

    дурной человек αισχρός άνθρωπος•

    -ая женщина αισχρή γυναίκα•

    -ые наклонности κακές κλίσεις (τάσεις).

    3. δυσάρεστος•

    -ая примета κακό σημάδι•

    -бе настроение κακή διάθεση•

    дурной сон άσχημο όνειρο•

    -ые вести κακά μαντάτα•

    -ое предчувствие κακή προαίσθηση.

    4. δυσειδής, κακόμορφος, δΰσμορφος• ασχημομούρης,
    5. κουτός, βλάκας.
    εκφρ.
    кричать (визжать, вскрикиватьκ.τ.τ.) -ым голосом βγάζω στρίγγλες φωνές•
    не будь дурн (дурна) – μην είσαι |κουτός•
    - ая болезнь – αφροδίσιο νόσημα.

    Большой русско-греческий словарь > дурной

  • 17 мрачный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно.
    1. σκοτεινός, σκοταδερός•

    -ая ночь σκοτεινή νύχτα (αφέγγαρη, άναστρη).

    || δύσκολος, βαρύς•

    -ые годы δύσκολα χρόνια.

    2. σκυθρωπός, κατηφής• θλιμμένος, μελαγχολικός•

    мрачный взгляд ή взор σκυθρωπό βλέμμα.

    3. δυσάρεστος, επαχθής, μαύρος•

    -ые мысли μαύρες σκέψεις•

    -ое прошлое μαύρο παρελθόν•

    -ое настроение βαρυθυμίά, ζόφος ψυχής, στεγνή μελαγχολία.

    Большой русско-греческий словарь > мрачный

  • 18 невыгодный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно.
    1. ασύμφορος, ανεπικερδής•

    -ая сделка ανεπικερδής σύμβαση.

    2. ανώφελος• δυσμενής, δυσάρεστος•

    -ое положение δυσάρεστη κατάσταση.

    || άχαρης, μη ελκυστικός.
    εκφρ.
    в -ом св-те ή освещении – η αρνητική (ελαττωματική) πλευρά.

    Большой русско-греческий словарь > невыгодный

  • 19 некрасивый

    επ., βρ: -сив, -а, -о
    άσχημος•

    некрасивый человек άσχημος άνθρωπος•

    некрасивый почерк άσχημος γραφικός χαρακτήρας.

    || δυσάρεστος, αντιπαθής, -θητικός•

    -ое имя άσχημο όνομα»

    Большой русско-греческий словарь > некрасивый

  • 20 нелестный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно
    όχι και καλός• λίγο άσχημος•

    -ая характеристика όχι και καλή (μέτρια) έκθεση (ποιόν).

    || αντιπαθής, -θητικός, δυσάρεστος.

    Большой русско-греческий словарь > нелестный

См. также в других словарях:

  • δυσάρεστος — hard to appease masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσάρεστος — η, ο (AM δυσάρεστος, ον) αυτός που προκαλεί δυσαρέσκεια, ανεπιθύμητος, ενοχλητικός («δυσάρεστος καιρός») αρχ. 1. αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται 2. ο δυσαρεστημένος από κάτι ή κάποιον …   Dictionary of Greek

  • δυσάρεστος — η, ο αυτός που προκαλεί δυσαρέσκεια, που δεν είναι ευχάριστος, ο ενοχλητικός: Το πρωί είχα μια δυσάρεστη συνάντηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυσαρεστότερον — δυσάρεστος hard to appease adverbial comp δυσάρεστος hard to appease masc acc comp sg δυσάρεστος hard to appease neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσαρέστως — δυσάρεστος hard to appease adverbial δυσάρεστος hard to appease masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσάρεστον — δυσάρεστος hard to appease masc/fem acc sg δυσάρεστος hard to appease neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσαρεστότερος — δυσάρεστος hard to appease masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσαρέστοις — δυσάρεστος hard to appease masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσαρέστου — δυσάρεστος hard to appease masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσαρέστους — δυσάρεστος hard to appease masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσαρέστων — δυσάρεστος hard to appease masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»