-
1 δυσαρεστος
21) недовольный, неудовлетворенный, постоянно ропщущий, ворчливый(πόλις Eur.; γῆρας Isocr.; πλήθη Plut.)
δυσαρεστότερος τῶν ἀρρωστούντων Xen. — капризнее (даже) больных;δ. τι Luc. — недовольный чем-л.2) неумолимый(δαίμονες Aesch.)
-
2 δυσάρεστος
η, ο [ος, ον ] неприятный, противный; досадный;είναι δυσάρεστοςο — неприятно, досадно;
δυσάρεστοςο γεγονός — досадный случай;
δυσάρεστοςη θέση — неприятное положение
-
3 δυσάρεστος
[дисарэсгос] επ неприятный, противный. -
4 οσμή
η запах;
См. также в других словарях:
δυσάρεστος — hard to appease masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσάρεστος — η, ο (AM δυσάρεστος, ον) αυτός που προκαλεί δυσαρέσκεια, ανεπιθύμητος, ενοχλητικός («δυσάρεστος καιρός») αρχ. 1. αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται 2. ο δυσαρεστημένος από κάτι ή κάποιον … Dictionary of Greek
δυσάρεστος — η, ο αυτός που προκαλεί δυσαρέσκεια, που δεν είναι ευχάριστος, ο ενοχλητικός: Το πρωί είχα μια δυσάρεστη συνάντηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυσαρεστότερον — δυσάρεστος hard to appease adverbial comp δυσάρεστος hard to appease masc acc comp sg δυσάρεστος hard to appease neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσαρέστως — δυσάρεστος hard to appease adverbial δυσάρεστος hard to appease masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσάρεστον — δυσάρεστος hard to appease masc/fem acc sg δυσάρεστος hard to appease neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσαρεστότερος — δυσάρεστος hard to appease masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσαρέστοις — δυσάρεστος hard to appease masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσαρέστου — δυσάρεστος hard to appease masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσαρέστους — δυσάρεστος hard to appease masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσαρέστων — δυσάρεστος hard to appease masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)