-
1 δυς-φάνταστος
δυς-φάνταστος, das Bild von etwas schwer aufnehmend, δύναμις δυςφ. καὶ ἀμυδρός Plut. def. orac. 40.
-
2 δυςφάνταστος
1 δυς-φάνταστος
δυς-φάνταστος, das Bild von etwas schwer aufnehmend, δύναμις δυςφ. καὶ ἀμυδρός Plut. def. orac. 40.
2 δυςφάνταστος