-
1 δυς-πόνητος
δυς-πόνητος, schwer zu erarbeiten, zu erwerben, τροφή Soph. O. C. 610. – Aber δαίμων, ein Mühsal dringender, Aesch. Pers. 507.
-
2 δυς-κατα-πόνητος
δυς-κατα-πόνητος, schwer auszuführen; M. Anton. 6, 19; Arr. Epict. 3, 12, 8.
-
3 δυςπόνητος
δυς-πόνητος, schwer zu erarbeiten, zu erwerben. Aber δαίμων, ein Mühsal dringender -
4 δυςκαταπόνητος
-
5 δυσεκπόνητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσεκπόνητος
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий