-
1 δυς-πρός-ωπος
δυς-πρός-ωπος, von widrigem Ansehen; Soph. O. C. 287 mit der v. l. δυςπρόςοπτος; εἴδη Plut. Mar. 15; ὄμματα τὰ σκυϑρωπὰ καὶ δύςμορφα B. A. 35.
-
2 δυςπρόςωπος
1 δυς-πρός-ωπος
δυς-πρός-ωπος, von widrigem Ansehen; Soph. O. C. 287 mit der v. l. δυςπρόςοπτος; εἴδη Plut. Mar. 15; ὄμματα τὰ σκυϑρωπὰ καὶ δύςμορφα B. A. 35.
2 δυςπρόςωπος