-
1 δυς-πιστέω
δυς-πιστέω, schwer glauben, τοῖς λεγομένοις Plut. gen. Socr. 23 A.
-
2 δυς-α-πιστέω
δυς-α-πιστέω, ein δυςάπιστος sein, B. A. 1285.
-
3 δυςπιστέω
1 δυς-πιστέω
δυς-πιστέω, schwer glauben, τοῖς λεγομένοις Plut. gen. Socr. 23 A.
2 δυς-α-πιστέω
δυς-α-πιστέω, ein δυςάπιστος sein, B. A. 1285.
3 δυςπιστέω