-
1 δυς-κρατής
δυς-κρατής, ές, schwer zu beherrschen; δυςκρατέστατον ὁ λόγος Zeno Stob. fl. 33, 10.
-
2 δυςκρατής
δυς-κρατής, ές, schwer zu beherrschen
1 δυς-κρατής
δυς-κρατής, ές, schwer zu beherrschen; δυςκρατέστατον ὁ λόγος Zeno Stob. fl. 33, 10.
2 δυςκρατής