-
1 δυς-εξ-άλειπτος
δυς-εξ-άλειπτος, schwer zu verwischen; συνήϑεια D. Sic. 3, 6; Herodian. 2, 3; μνήμη Longin. 7, 3.
-
2 δυςεξάλειπτος
1 δυς-εξ-άλειπτος
δυς-εξ-άλειπτος, schwer zu verwischen; συνήϑεια D. Sic. 3, 6; Herodian. 2, 3; μνήμη Longin. 7, 3.
2 δυςεξάλειπτος