-
1 δυς-εκ-πόρευτος
δυς-εκ-πόρευτος, wo schwer herauszukommen ist, Ios.
-
2 δυς-ανα-πόρευτος
δυς-ανα-πόρευτος, schwer zu passiren, Philo.
-
3 δυς-δια-πόρευτος
δυς-δια-πόρευτος, schwer zu durchwandern, Sp.
-
4 δυς-πόρευτος
δυς-πόρευτος, unwegsam, ἁμάξαις Xen. An. 1, 5, 7; – Sp.
-
5 δυςαναπόρευτος
-
6 δυςδιαπόρευτος
-
7 δυςεκπόρευτος
-
8 δυςπόρευτος