1 δυςείςπλωτος
Wörterbuch altgriechisch-deutsch > δυςείςπλωτος
2 δυς-έκ-πλωτος
δυς-έκ-πλωτος, = δυςέκπλους, f. L. für δυςείςπλωτος.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > δυς-έκ-πλωτος