-
1 δυνατως
1) с силой, ярко, красноречиво(εἰπεῖν καὴ μνημονικῶς καὴ δ. Aeschin.; ὅ λόγος δ. ῥηθείς Plut.)
2) возможноοὐ δ. ἔχει Her. — невозможно, нельзя
См. также в других словарях:
δυνατῶς — δυνατός strong adverbial δυνατός strong adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνημονικός — ή, ό (Α μνημονικός, ή, όν) [μνήμων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μνήμη ή στην ανάμνηση 2. το ουδ. ως ουσ. το μνημονικό(ν) η μνήμη, το θυμητικό («έχει δυνατό μνημονικό») νεοελλ. 1. αυτός που συντελεί στην απομνημόνευση ή την υπενθύμιση… … Dictionary of Greek
ἀδυνάτως — ἀδύνατος unable adverbial ἀδύνατος unable masc/fem acc pl (doric) ἀ̱δυνάτως , ἀδυνατόω debilitate imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀδυνατόω debilitate imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)