-
1 δυναμικος
3сильный, могучий, мощный(ἄνθρωποι Polyb.; ἐρωτήματα Plut.)
δ. κατὰ τέν σωματικέν ἕξιν Polyb. — крепкий телом;δ. πρὸς τὰς πολεμικὰς χρείας Polyb. — воинственный -
2 δυναμικός
-
3 δυναμικός
δυναμικόςpowerful: masc nom sg -
4 δυναμικός
A powerful, efficacious,ἐρωτήματα Chrysipp.Stoic. 2.90
([comp] Comp.);τὸ τοῦ λόγου δ. Phld.Rh.1.378
S. ([comp] Sup.); λόγος, of a magician's spell, Ps.-Callisth.1.3;πρός τι Plb.22.21.4
, Onos.12.2 ([comp] Comp.);κατὰ τὴν σωματικὴν ἕξιν Plb.36.16.3
([comp] Sup.); of wine, potent, Ath.1.26b ([comp] Sup.).b Gramm., expressing possibility, δ. σύνδεσμος (of κα) Sch. Theoc.1.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυναμικός
-
5 δυναμικός
δυναμικός, vermögend, wirksam, kräftig -
6 δυναμικός
-
7 δυναμικός
[динамикос] επ потенциальный, энергичный. -
8 δυναμικός
dinamik, etkin, faal, güçlü -
9 δυναμικός
dynamique -
10 δυναμικός
powerfulΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δυναμικός
-
11 δυναμικώτερον
δυναμικόςpowerful: adverbial compδυναμικόςpowerful: masc acc comp sgδυναμικόςpowerful: neut nom /voc /acc comp sg -
12 δυναμικωτέρων
δυναμικόςpowerful: fem gen comp plδυναμικόςpowerful: masc /neut gen comp pl -
13 δυναμικόν
δυναμικόςpowerful: masc acc sgδυναμικόςpowerful: neut nom /voc /acc sg -
14 δυναμικώτατον
δυναμικόςpowerful: masc acc superl sgδυναμικόςpowerful: neut nom /voc /acc superl sg -
15 δυναμικοί
δυναμικόςpowerful: masc nom /voc pl -
16 δυναμικωτάτη
δυναμικόςpowerful: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic) -
17 δυναμικωτάτην
δυναμικόςpowerful: fem acc superl sg (attic epic ionic) -
18 δυναμικωτάτοις
δυναμικόςpowerful: masc /neut dat superl pl -
19 δυναμικωτάτου
δυναμικόςpowerful: masc /neut gen superl sg -
20 δυναμικωτάτους
δυναμικόςpowerful: masc acc superl pl
См. также в других словарях:
δυναμικός — powerful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμικός — ή, ό (AM δυναμικός, ή, όν) ισχυρός, δυνατός, ενεργητικός νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δύναμη ή την ενέργεια 2. αυτός που στηρίζεται στη χρήση δύναμης ή επιτυγχάνεται με τη χρήση δύναμης (υλικής) ή βίας («δυναμική λύση», «δυναμικοί … Dictionary of Greek
δυναμικός — ή, ό αυτός που έχει δύναμη, ενεργητικός, ισχυρός: Έχουμε δυναμικά στελέχη στην εταιρεία μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυναμικώτερον — δυναμικός powerful adverbial comp δυναμικός powerful masc acc comp sg δυναμικός powerful neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμικωτέρων — δυναμικός powerful fem gen comp pl δυναμικός powerful masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμικόν — δυναμικός powerful masc acc sg δυναμικός powerful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμικώτατον — δυναμικός powerful masc acc superl sg δυναμικός powerful neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμικοί — δυναμικός powerful masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμικοῦ — δυναμικός powerful masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμικωτάτη — δυναμικός powerful fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμικωτάτην — δυναμικός powerful fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)