Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δρῶ

  • 1 δρώ

    (α) (αόρ. έδρασα) αμετ.
    1) действовать;

    δρώντα πρόσωπα — театр, действующие лица;

    δρώ από κοινού — действовать заодно, сообща;

    2) проявлять активность, активное участие (в чём-л.); проявлять бурную деятельность;
    έδρασε σαν δημοσιογράφος он активно выступал как журналист; 3) воздействовать, оказывать действие, влиять;

    § δρώσα δύναμη физ.действующая сила

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δρώ

  • 2 δρω

    [дро] ρ действовать, поступать.

    Эллино-русский словарь > δρω

  • 3 ενδεικνυμι

        (fut. ἐνδείξω)
        1) тж. med. показывать, указывать
        

    (τι Pind. и τινί τι Aesch., med. Polyb.; τινὴ ποιεῖν τι Plat.)

        παχυλῶς καὴ τύπῳ τἀληθὲς ἐνδείκνυσθαι Arst. — представить истину в самых общих чертах;
        ἐναργῶς ὑπὸ τέν ὄψιν ἐνδεικνύμενος ἔλεγε Polyb.он говорил наглядно и образно

        2) выяснять
        

    πρίν γ΄ ἂν ἐνδείξω τί δρῶ Soph. — прежде чем выясню, что делать мне

        3) med. доказывать
        

    (τι Plat., Polyb. и περί τινος Polyb.)

        4) обнаруживать, выявлять
        

    (οτι … Thuc., Plat.; τὸ εὔψυχου Thuc.; τέν εὔνοιαν Arph., Xen., Dem.; σπουδήν τινα καὴ προθυμίαν Plut.; ἐ. τινὴ τέν ἑωυτοῦ γνώμην Her.)

        5) med. объясняться (с кем-л.), обращаться с речью
        

    (τινι Hom., Dem.)

        6) med. прислуживаться, заискивать
        

    (τινι Arst., Aeschin.)

        7) доносить, выдавать

    (τινὰ ταῖς ἀρχαῖς Plat.)

    ; предавать суду, привлекать к ответственности
        

    (ἐ. τινὰ καὴ ἀπάγειν Plat.)

        ἐνδειχθεὴς θανάτῳ ζημιωθήσεται Lys. — он будет предан суду и смертной казни;
        ἐνδειχθεὴς ποιεῖν τι Dem.привлеченный к ответственности за совершение чего-л.

        8) med. щеголять, кичиться

    Древнегреческо-русский словарь > ενδεικνυμι

См. также в других словарях:

  • δρω — δρω, έδρασα βλ. πίν. 71 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δρώ — (AM δρῶ, άω) 1. αναπτύσσω δράση, ενέργεια 2. επιδρώ 3. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τα δρώμενα α) θεατρική παράσταση ή άλλο δημόσιο θέαμα β) θρησκευτικές τελετές αρχ. 1. πράττω, ενεργώ, κατορθώνω 2. προσφέρω θυσία, τελώ μυστικές ιεροτελεστίες 3. κάνω… …   Dictionary of Greek

  • δρω — έδρασα, ενεργώ δραστικά, αναπτύσσω δράση, επιδρώ: Το φάρμακο έδρασε αμέσως …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δρῶ — δράω do pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric aeolic) δράω do pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) δράω do pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) δράω do imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρῷ — δράω do pres opt act 3rd sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρωπάκων — δρω̱πάκων , δρῶπαξ pitch plaster masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρώπακα — δρώ̱πακα , δρῶπαξ pitch plaster masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρώπακας — δρώ̱πακας , δρῶπαξ pitch plaster masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρώπακες — δρώ̱πακες , δρῶπαξ pitch plaster masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρώπακι — δρώ̱πακι , δρῶπαξ pitch plaster masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρώπακος — δρώ̱πακος , δρῶπαξ pitch plaster masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»