-
1 δριμύμωρος
A = ὀξύμωρος, used of the dogmatic physicians by Menodotus the Empiric, Gal.Subf.Emp.11p.63Bonnet.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δριμύμωρος
См. также в других словарях:
μωρός — ή, ὁ (ΑΜ μωρός, ά, όν, Α αττ. τ. μῶρος, ον, Μ και ἄμωρος, ον) 1. (και ως ουσ. για πρόσ.) ανόητος, κουτός, άμυαλος, ελαφρόμυαλος 2. (για πράγματα ή για ενέργειες) αυτός που δείχνει μωρία ή προέρχεται από μωρία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μωρό (μτφ) … Dictionary of Greek