-
1 δραπετίδης
Aδ. ἐμός ἐστιν Mosch.1.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δραπετίδης
-
2 δραπεταγωγός
δρᾱπετ-ᾰγωγός, όν,A recovering a runaway slave: Δ., ὁ, a comedy by Antiphanes, Ath.4.161d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δραπεταγωγός
-
3 δραπετεία
δρᾱπετ-εία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δραπετεία
-
4 δραπέτευμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δραπέτευμα
-
5 δραπετεύω
A run away, X.Mem.2.1.16; τινά from one, Pl.Smp. 216b;παρά τινος Luc.Somn.12
; δραπετεύσουσι ὑπὸ ταῖς ἀσπίσιν will skulk behind.., X.HG2.4.16;δραπετεύοντα πολεμεῖν Id.Ages.1.23
: metaph., shirk public service, D.42.25; [αἱ δόξαι] δ. ἐκ τῆς ψυχῆς Pl.Men. 98a
;ἐκ τοῦ βίου Luc.Peregr.21
;ἐκ φιλοσοφίας Plu.2.46e
; slip away, εἰς τὸ βάθος, of fluids, Paul.Aeg.6.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δραπετεύω
-
6 δραπέτης
A runaway, βασιλέος from the king, Hdt.3.137; esp. runaway slave,δούλοισι, καὶ τοῦτο δρηπέτῃσι Id.6.11
, cf. Ar.Ach. 1187, Herod. 3.13, etc.;δ. ἀνήρ S.Fr.63
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δραπέτης
-
7 δραπετικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δραπετικός
-
8 δραπετίνδα
A where one chased the rest, EM286.48; expld. by δραπετικῶς, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δραπετίνδα
-
9 δραπετίσκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δραπετίσκος
-
10 δράπετις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δράπετις
См. также в других словарях:
κοιρανίδης — κοιρανίδης, ὁ (Α) μέλος ηγεμονικού οίκου, άρχοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοίρανος + κατάλ. ίδης (πρβλ. δραπετ ίδης, ηγεμον ίδης)] … Dictionary of Greek