-
1 δραματοποιέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δραματοποιέω
-
2 δραματοποιΐα
δρᾱμᾰτοποι-ΐα, ἡ,A dramatic composition, Ph.2.597.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δραματοποιΐα
-
3 δραματοποιός
A dramatic poet, Heph.8.1, Ps.-Luc.Philopatr.13: metaph., melodramatic,δ. καὶ ποτνιαστής Phld.Herc.1457.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δραματοποιός
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский