-
21 δρακών
δέρκομαιsee clearly: aor part act masc nom sg -
22 δράκων
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δράκων
-
23 δράκων
дракон, змей -
24 δράκων,-οντος
+ ὁ N 3 4-0-10-14-13=41 Ex 7,9.10.12; Dt 32,33; Is 27,1dragon, serpentCf. DAFNI 2000, 100-101; EYNIKEL-HAUSPIE 2002, forthcoming; LE BOULLUEC 1989, 36; →TWNT -
25 χειρο-δράκων
χειρο-δράκων, οντος, ὁ, mit Drachenhänden, schlangenarmig, Eur. El. 1344.
-
26 ἡμι-δράκων
ἡμι-δράκων, οντος, ὁ, Halbdrache, Sp.
-
27 Όφις ην μη φάγη όφιν, δράκων ου γενήσεται
• Пока змея не сожрет змею, драконом не станетИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όφις ην μη φάγη όφιν, δράκων ου γενήσεται
-
28 Δρακόντοιν
Δράκωνdragon: masc gen /dat dual -
29 Δρακόντων
Δράκωνdragon: masc gen pl -
30 Δράκον
Δράκωνdragon: masc voc sg -
31 Δράκοντα
Δράκωνdragon: masc acc sg -
32 Δράκοντας
Δράκωνdragon: masc acc pl -
33 Δράκοντε
Δράκωνdragon: masc nom /voc /acc dual -
34 Δράκοντες
Δράκωνdragon: masc nom /voc pl -
35 Δράκοντι
Δράκωνdragon: masc dat sg -
36 Δράκοντος
Δράκωνdragon: masc gen sg -
37 Δράκουσι
Δράκωνdragon: masc dat pl (attic epic doric ionic) -
38 Δράκουσιν
Δράκωνdragon: masc dat pl (attic epic doric ionic) -
39 δράκοντα
δράκωνdragon: masc acc sg -
40 δράκοντας
δράκωνdragon: masc acc pl
См. также в других словарях:
Δράκων — dragon masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δράκων — dragon masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δράκων ο ιπτάμενος — (drago volans). Επιστημονική ονομασία ερπετού της οικογένειας των αγαμιδών, της τάξης των λεπιδωτών. Έχει μήκος που ξεπερνά τα 20 εκ., από τα οποία 12 εκ. καταλαμβάνει η ουρά. Το σώμα του καλύπτεται από τροπιδωτές φολίδες. Η επάνω επιφάνεια έχει… … Dictionary of Greek
δράκων — I (680; – 600 π.Χ.). Αθηναίος νομοθέτης. Υπήρξε ο πρώτος δημιουργός του γραπτού πολιτικού και ποινικού κώδικα της πόλης. Η νομοθεσία του Δ. αποτέλεσε σταθμό στη ζωή της αρχαίας Αθήνας και συνετέλεσε στην πρόοδο προς τη δημοκρατία, ενώ η… … Dictionary of Greek
Δρακῶν — Δράκης masc gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακῶν — δράξ handful fem gen pl δράκος eye neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακών — δέρκομαι see clearly aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δρακόντοιν — Δράκων dragon masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δρακόντων — Δράκων dragon masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δράκον — Δράκων dragon masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δράκοντα — Δράκων dragon masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)