-
1 Drache
Drache, draco (δράκων) rein lat. serpens od. anguis, verb. serpens draco (die Schlange). – draco. anguis (das Sternbild). – ein D. von einem Weibe, altera od. quasi altera Xanthippe. – Drachengespann, s. Drachenwagen. – Drachenhaupt, caput draconis. – Drachenschwanz, cauda draconis. – Drachenwagen, dracones iuncti. – auf einem D., in curru iunctis draconibus (z.B. eo venire); u. bl. iunctis draconibus (z.B. Athenis Colchos redire).
См. также в других словарях:
Δράκων — dragon masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δράκων — dragon masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δράκων ο ιπτάμενος — (drago volans). Επιστημονική ονομασία ερπετού της οικογένειας των αγαμιδών, της τάξης των λεπιδωτών. Έχει μήκος που ξεπερνά τα 20 εκ., από τα οποία 12 εκ. καταλαμβάνει η ουρά. Το σώμα του καλύπτεται από τροπιδωτές φολίδες. Η επάνω επιφάνεια έχει… … Dictionary of Greek
δράκων — I (680; – 600 π.Χ.). Αθηναίος νομοθέτης. Υπήρξε ο πρώτος δημιουργός του γραπτού πολιτικού και ποινικού κώδικα της πόλης. Η νομοθεσία του Δ. αποτέλεσε σταθμό στη ζωή της αρχαίας Αθήνας και συνετέλεσε στην πρόοδο προς τη δημοκρατία, ενώ η… … Dictionary of Greek
Δρακῶν — Δράκης masc gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακῶν — δράξ handful fem gen pl δράκος eye neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακών — δέρκομαι see clearly aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δρακόντοιν — Δράκων dragon masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δρακόντων — Δράκων dragon masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δράκον — Δράκων dragon masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δράκοντα — Δράκων dragon masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)