-
1 δρακονθόμιλος
δρᾰκονθόμῑλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δρακονθόμιλος
-
2 δρακονθόμιλον
δρακονθόμιλοςof dragon brood: masc /fem acc sgδρακονθόμιλοςof dragon brood: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
δρακονθόμιλος — δρακονθόμιλος, ον (Α) αυτός που συναναστρέφεται με δράκοντες … Dictionary of Greek
δρακονθόμιλον — δρακονθόμιλος of dragon brood masc/fem acc sg δρακονθόμιλος of dragon brood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όμιλος — ο (ΑΜ ὅμιλος, Α αιολ. τ. ὄμιλλος) συγκεντρωμένο πλήθος προσώπων («τοῡτ ἔπος γυναικοπληθὴς ὅμιλος», Αισχύλ.) νεοελλ. 1. σύλλογος, σωματείο, αδελφότητα (α. «ναυτικός όμιλος» β. «ιππικός όμιλος») 2. (οικον.) σύνολο επιχειρήσεων διαφόρων κλάδων που… … Dictionary of Greek