-
1 δρύινον
δρύϊνον, δρύινοςoaken: masc acc sgδρύϊνον, δρύινοςoaken: neut nom /voc /acc sg -
2 κελένδρυνον
Grammatical information: ?Meaning: δρύινον, κελαιόν. λέγεται δε καὶ μυσκέλενδρον (?) καὶτὸ μακρόν H; κελενδρύονα ἀπὸ τοῦ κελέοντος καὶ τῆς δρυὸς ὡς μακρον καὶ δασύ (Phot. 154, 4).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Glosses that are prob. corrupt. The word(s) look Pre-Greek.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κελένδρυνον
См. также в других словарях:
δρύινον — δρύϊνον , δρύινος oaken masc acc sg δρύϊνον , δρύινος oaken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρύινος — η, ο (AM δρύϊνος, ον) ο φτιαγμένος από βαλανιδιά νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο δρύινος 1. μικρό υμενόπτερο έντομο 2. ανιοβόλο φίδι τής νοτιοανατολικής Ασίας φρ. «δρύϊνον πῡρ» φωτιά από ξύλα βαλανιδιάς … Dictionary of Greek