Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

δρόσον

См. также в других словарях:

  • δρόσον — δρόσος dew fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SOMNIA — e Tellure nasci credita olim, χθὼν μῆτερ ὀνείρων, ô Tellus, mater Somniorum! Eurip. cuius rationem hanc reddit Scholiastes, εν μὲν τῆς γῆς αἱ τροφαι, εν δὲ τȏυ τροφῶν οἱ ὕπνοι, εν δὲ τȏυ ὕπνων οἱ ὄνειροι, E terra cibi, e cibis somni, e somnis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άερσαν — ἄερσαν (Α) κατά τον Ησύχιο, «τὴν δρόσον, Κρῆτες» …   Dictionary of Greek

  • εφαπλώ — και εφαπλώνω (ΑΜ ἐφαπλῶ, όω) απλώνω κάτι επάνω σε κάτι άλλο («στῆθος ἐφαπλώσας... ὄχθης», Νόνν.) μσν. 1. (για πουλί) ξετυλίγω τα φτερά μου 2. (νομ.) συντελώ 3. ξαπλώνω κάποιον κάτω («ἐφαπλοῑ ὁ ἵππος τὸν ἀναβάτην», Δούκ.) μσν. αρχ. 1. διαχέω,… …   Dictionary of Greek

  • πηγάζω — ΝΜΑ [πηγή] 1. (για νερό και άλλα ρευστά) αναβρύζω, αναβλύζω, ξεπηδώ 2. μτφ. εκπηγάζω, προέρχομαι, απορρέω (α. «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό» β. «διὰ γυναικὸς πηγάζει τὰ κρείττονα», Κασσ. γ. «ζωὴ μὲν ἐκ Θεοῡ πηγάζουσα, διὰ δὲ τοῡ Υἱοῡ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»