-
1 περι-σπείρω
περι-σπείρω, umher säen, streuen, ringsumher ausstreuen, δρόσον, Eur. Andr. 167, v. l.
-
2 κάλπις
κάλπις, ιδος, ἡ, Krug, – a) Gefäß zum Wasserschöpfen, Wasserkrug; Od. 7, 20, κάλπιν; H. h. Cer. 107; Pind. Ol. 6, 40, ἀργυρέαν κάλπιδα; κάλπισί τ' ἐκ ποταμῶν δρόσον ἄρατε Ar. Ran. 1340. – Salbengefäß, Antiph. Ath. XII, 553 d Pol. 31, 3, 17. – b) Aschenkrug, Urne, Plut. Demetr. 53; κάλπιν ὑπὸ χϑόνα ϑέσϑαι Mel. 16 (XII, 74); ξυνή Theaet. 4 ( Plan. 221); κοίλη, βαιή, ἐλαφρή, Nicarch. 8 Thall. Mil. 5 M. Arg. 30 (IX, 330. VII, 373. 384), in letzterer Stelle Urne zum Loosen, wie Schol. Ar. Vesp. 320 κάλπεις nennt, ἔνϑ α τὰς ψήφους καϑίεσαν οἱ δικάζοντες, vgl. Luc. Hermot. 40. – Bei Ath. XI, 468 f wird aus Philemon ein besonderes Trinkgeschirr καλπίς erwähnt.
-
3 δρόσος
δρόσος, ἡ, der Thau, Plat. Tim. 59 e u. A.; im plur., Aesch. Ag. 327. 547, wie Soph. Ai. 1187. – Uebertr., von jedem Wasser, ποντία δρόσος, Meerwasser, Aesch. Eum. 864, wie ἐναλία, ϑαλασσία, Eur. I. T. 255. 1192; ποταμία, Hipp. 127; κρηναῖαι I. A. 182; ἐκ ποταμῶν δρόσον ἄρατε Ar. Ran. 1339. Auch φονία, Blut, Aesch. Ag. 1363; ἀμπέλου, Wein, Pind. Ol. 7, 2; vgl. P. 5, 20. 60; ἐλαιηρή, Oel, Philod. 17 (V, 4); ἀπόπτυστος, = σπέρμα, Ar. Equ. 1285; Honig, Philostr., wo Iac. p. 134 zu vgl. Uebh. alles Weiche, Zarte; von jungen Thieren, Aesch. Ag. 139; καὶ χνοῠς, Flaumhaar, Ar. Nubb. 972. Vgl. ἔρση.
-
4 ἐῤῥη-φόροι
ἐῤῥη-φόροι, αἱ, nach Moeris αἱ τὴν δρόσον φέρουσαι τῇ Ἔρσῃ. Vgl. ἀῤῥηφόρος.
См. также в других словарях:
δρόσον — δρόσος dew fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SOMNIA — e Tellure nasci credita olim, χθὼν μῆτερ ὀνείρων, ô Tellus, mater Somniorum! Eurip. cuius rationem hanc reddit Scholiastes, εν μὲν τῆς γῆς αἱ τροφαι, εν δὲ τȏυ τροφῶν οἱ ὕπνοι, εν δὲ τȏυ ὕπνων οἱ ὄνειροι, E terra cibi, e cibis somni, e somnis… … Hofmann J. Lexicon universale
άερσαν — ἄερσαν (Α) κατά τον Ησύχιο, «τὴν δρόσον, Κρῆτες» … Dictionary of Greek
εφαπλώ — και εφαπλώνω (ΑΜ ἐφαπλῶ, όω) απλώνω κάτι επάνω σε κάτι άλλο («στῆθος ἐφαπλώσας... ὄχθης», Νόνν.) μσν. 1. (για πουλί) ξετυλίγω τα φτερά μου 2. (νομ.) συντελώ 3. ξαπλώνω κάποιον κάτω («ἐφαπλοῑ ὁ ἵππος τὸν ἀναβάτην», Δούκ.) μσν. αρχ. 1. διαχέω,… … Dictionary of Greek
πηγάζω — ΝΜΑ [πηγή] 1. (για νερό και άλλα ρευστά) αναβρύζω, αναβλύζω, ξεπηδώ 2. μτφ. εκπηγάζω, προέρχομαι, απορρέω (α. «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό» β. «διὰ γυναικὸς πηγάζει τὰ κρείττονα», Κασσ. γ. «ζωὴ μὲν ἐκ Θεοῡ πηγάζουσα, διὰ δὲ τοῡ Υἱοῡ… … Dictionary of Greek