-
41 прямой
επ., βρ: прям, пряма, прямо.1. ευθύς, ίσιος•-ая линия ευθεία γραμμή•
-ая дорога ίσιος δρόμος•
прямой нос ίσια μύτη•
-ые волосы ίσια μαλλιά.
2. άμεσος•говорить по -мому проводу μιλώ απ ευθείας με το τηλέφωνο•
-ые выборы άμεσες εκλογές•
прямой налог άμεσος φόρος.
3. ειλικρινής, ακραιφνής, φιλαλήθης.4. φανερός, ολοφάνερος, κατάφωρος•прямой вызов φανερή πρόκληση•
прямой обман ολοφάνερη απάτη.
|| πραγματικός, γνήσιος, αληθινός. || καθαρός•-ая польза καθαρό όφελος•
-ая выгода καθαρό κέρδος•
прямой убыток καθαρή ζημιά (έλλειμμα).
5. ουσ. -ая θ. (μαθ.) η ευθεία (γραμμή).εκφρ.- ая пропорциональность – (μαθ.) ευθεία αναλογία•прямой ворот – ίσιος (ορθός) γιακάς•прямой выстрел – ευθυτενής βολή•- ое дополнение – (γραμμ.) άμεσο αντικείμενο•-ая дорога- путь – σύντομος δρόμος (επιτυχίας, σκοπού κ.τ.τ.)• -ая кишка το απευθυσμένο ή ορθό έντερο•- ая линия родства – οι κατιόντες συγγενείς•- ое попадание – ευθυβολία, ευστοχία•- ая речь – (γραμμ.) ο ευθύς λόγος•угол – ορθή γωνία•в -ом смысле слова – στην κυριολεξία. -
42 тропа
-ы, πλθ. тропы, δοτ. -ам θ. δρόμος, -άκι (σχηματισμένος από τα πατήματα),μτφ. ο δρόμος της ζωής. -
43 шоссе
ουδ. άκλ. αμαξιτή οδός• δημοσιά,δημόσιος δρόμος•асфальтированное шоссе ασφαλτοστρωμένος δρόμος.
-
44 автострада
ο δρόμος ταχείας κυκλοφορίαςο αυτοκινητόδρομοςη εθνική οδόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > автострада
-
45 дорога
ο δρόμος, η οδόςканатная - εναέριος σιδηρόδρομος, разг. το τελεφερίκ (ξεν.)магистральная - η βασική/κεντρική οδός/αρτηρίαобъездная - η παράκαμψη, παρακαμπτήριος -подвесная канатная - с кольцевым движением ο εναέριος σιδηρόδρομος με συνεχόμενη (κυκλική) κυκλοφορίαскоростная - ταχείας κυκλοφορίας, η εθνική οδόςшоссейная - ο αμαξόδρομος, κύριος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дорога
-
46 дорожка
1. (на носителе записи) το ίχνος, ο δρόμος 2. (подшипника, беговая) о σφαιρόδρομοςη στεφάνη ολίσθησης των σφαιρών3. (диэлектриче-ская) το διηλεκτρικό πατάκι/διάδρομος 4. (за-кромочная) τα ίχνη του πλοίου, τα απόνερα, η ολκός, ο ομόρρους 5. (рулёжная) о διάδρομος της τροχοδρόμησης 6. (узкая дорожка, тропинка) το δρομάκι 7. (половик) о διάδρομος, το χαλί/ο τάπητας διαδρόμων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дорожка
-
47 мостовая
ο δρόμος (για αυτοκίνητα)брусчатая - από коμμένους/πελεκη μένους λίθους- из плит - στρωμένος με πλάκες, πλακόστρωτος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мостовая
-
48 пробег
1. физ. η διαδρομή 2. тех. η διαδρομή, ο δρόμος 3. (число наезженных километров) το χιλιομετρικό σύνολοτης διαδρομής 4. (в спорте) о αγώναςδρόμου, η κούρσα (ξεν.) 5. (нахождение ка-кого-л. транспортного средства в пути, вэксплуатации) τα χιλιόμετρα που έχεικάνει/διανύσει ένα μεταφορικό μέσο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пробег
-
49 разбег
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разбег
-
50 серпантин
1. (бумажный) η σερπαντίνα (ξεν.) 2. (дорога) о δρόμος ζίγκ-ζάγκ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > серпантин
-
51 тракт
1. (маршрут, путь прохождения) η δημόσια οδόςο δρόμοςη διαδρομή2. (анат., физиол.) (скопление нервных волокон) η νευρική οδός 3. анат. (орган или ряд органов, имеющие общие функции) η οδόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тракт
-
52 велогонщик
-
53 длинный
1) μακρύς, μακρόςдли́нный путь — η μακρή πορεία
2) спорт.бег на дли́нные диста́нции — ο δρόμος αντοχής
-
54 марафон
-
55 центральный
центра́льная у́лица — ο κεντρικός δρόμος
центра́льный комите́т — η κεντρική επιτροπή
центра́льный напада́ющий — ο σέντερφορ
-
56 бездорожье
бездорожьес1. (отсутствие дорог) ἡ ἐλλειψη δρόμων2. (распутица) ὁ ἀδιάβατος δρόμος. -
57 булыжный
булыжн||ыйприл χαλικόστρωτος, λιθόστρωτος:\булыжныйая мостовая ὁ λιθόστρωτος δρόμος. -
58 вести
вести́несов1. (сопровождать) ὀδηγῶ, συνοδεύω, πηγαίνω κάποιον:\вести за руку πιάνω ἀπό τό χέρι·2. (идти во главе) ὀδηγω, ἡγούμαι, εἶμαι ἐπί κεφαλής:\вести войска в бой ὀδηγῶ τά στρατεύματα στή μάχη·3. (управлять \вести машиной и т. п.) ὀδηγῶ, διευθύνω:\вести автомобиль ὀδηγῶ αὐτοκίνητο·4. (руководить) διευθύνω, καθοδηγώ:\вести дела διαχειρίζομαι τίς ὑποθέσεις· \вести заседание διευθύνω τή συνεδρίαση· \вести домашнее хозяйство διαχειρίζομαι (или διευθύνω) τό νοικοκυριό·5. (осуществлять) διεξάγω, κάνω:\вести войну́ διεξάγω πόλεμο· \вести борьбу́ κάνω ἀγώνα, παλεύω, ἀγωνίζομαι, μάχομαι· \вести переговоры διεξάγω διαπραγματεύσεις· \вести правильный образ жизни διάγω ὁμαλό τρόπο ζωής· \вести протокол κρατώ τά πρακτικά· \вести переписку а) ἀλληλογραφώ, ἔχω ἀλληλογραφία, б) διεξάγω τήν ἀλληλογραφία (в учреждении)·6. (куда-л., к чему-л.) ὀδηγῶ, φέρ[ν]ω:дорога ведет к реке ὁ δρόμος βγάζει στό ποτάμι· лестница ведет на верхний этаж ἡ σκάλα ὁδηγεί στό ἐπάνω πάτωμα·7. (иметь следствием) ὀδηγῶ προς, ἐπιφέρω, φέρ[ν]ω, ἔχω συνέπεια:это ни к чему́ не ведет αὐτό δέν ὁδηγεί σέ τίποτε· ◊ \вести начало от чего-л. χρονολογούμαι, ἀρχίζω· \вести себя хорошо συμπεριφέρομαι (или φέρνομαι) καλά· \вести наступление ἐνεργώ (или κάνω) ἐπίθεση. -
59 водный
во́дн||ыйприл ὑδάτινος:\водный путь ποτάμιος καί θαλάσσιος δρόμος· \водныйое пространство ὁ ὑδάτινος χῶρος, τά ὕδατα· \водныйое по́ло спорт. ἡ ὑδατόσφαιρα, τό γουωτερ-πόλο· \водный транспорт ἡ ποταμοπλοία καί ἡ ναυσιπλοΐα. -
60 грунтовой
грунт||ово́йприл:\грунтовойовые воды τά ὕδατα τοῦ ἐδάφους· \грунтовойовая дорога ὁ ἀμαξητός δρόμος.
См. также в других словарях:
δρόμος — course masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρόμος — ο (AM δρόμος) 1. (για έμψυχα) τρέξιμο, τρεχάλα 2. (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) κίνηση, περιφορά, τροχιά 3. η ταχύτητα με την οποία διανύεται ένα διάστημα («ο δρόμος τού πλοίου μετριέται με δρομόμετρο») 4. η απόσταση που μπορεί κανείς να… … Dictionary of Greek
δρόμος — ο 1. πορεία, τρέξιμο: Ίδρωσα από το δρόμο. 2. οδός: Μένουμε στον ίδιο δρόμο. 3. αγώνισμα ταχύτητας και αντοχής: Κέρδισε χρυσό μετάλλιο σε αγώνα δρόμου. 4. φρ., «Πήρε τους δρόμους», περιπλανήθηκε· «Του έδωσα δρόμο», τον έδιωξα· «Έμεινα στο δρόμο» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγροτική οδός ή αγροτικός δρόμος — Ο δρόμος που περνάει μέσα από αγροτικές εκτάσεις, με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Το ρωμαϊκό δίκαιο, ανάλογα με τα δικαιώματα που παρείχε στις οδικές δουλείες (εμπράγματα δικαιώματα), διέκρινε τις α.ο. σε: α) μονοπάτια (iter), απ’ όπου… … Dictionary of Greek
Νέος Δρόμος — Δεκαπενθήμερο παιδαγωγικό περιοδικό, επίσημο όργανο του Εκπαιδευτικού Όμίλου. Εκδόθηκε στα έτη 1928 και 1929 … Dictionary of Greek
αυτοκινητόδρομος — Δρόμος αποκλειστικά αφιερωμένος στη μηχανοκίνητη κυκλοφορία, ο οποίος αποτελείται τυπικά από δύο χωριστά καταστρώματα, ένα για κάθε κατεύθυνση, που τα χωρίζει μια λωρίδα ή νησίδα. Τα καταστρώματα αποτελούνται από πολλές διαχωριστικές λωρίδες για… … Dictionary of Greek
δρόμω — δρόμος course masc nom/voc/acc dual δρόμος course masc gen sg (doric aeolic) δρομόω hasten pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δρομόω hasten imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДРОМОС — • Δρόμος, см. Gymnasium, Гимнасий … Реальный словарь классических древностей
δρόμοι — δρόμος course masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρόμοιο — δρόμος course masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρόμοις — δρόμος course masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)