-
21 магистраль
магистраль ж о μεγάλος δρόμος ( για τη συγκοινωνία)· железнодорожная - η σιδηροδρομική αρτηρία' автомобильная \магистраль ο αυτοκινητόδρομος* * *жο μεγάλος δρόμος (για τη συγκοινωνία)железнодоро́жная магистра́ль — η σιδηροδρομική αρτηρία
автомоби́льная магистра́ль — ο αυτοκινητόδρομος
-
22 мостовая
мостовая ж το λιθόστρωτο асфальтовая \мостовая о ασφαλτόστρωτος δρόμος* * *жτο λιθόστρωτοасфа́льтовая мостова́я — ο ασφαλτόστρωτος δρόμος
-
23 препятствие
препятствие с το εμπόδιο* бег с \препятствиеями о δρόμος μετ' εμποδίων брать \препятствие спорт, υπερνικώ το εμπόδιο* * *сτο εμπόδιοбег с препя́тствиями — ο δρόμος μετ'εμποδίων
брать препя́тствие — спорт. υπερνικώ το εμπόδιο
-
24 пробег
-
25 путь
путь м 1) (дорога) о δρόμος, η πορεία· по пути στο δρόμο· на обратном пути στην επιστροφή 2) (поездка) το ταξίδι· счастливого пути! καλό ταξίδι!* * *м1) ( дорога) ο δρόμος, η πορείαпо пути́ — στο δρόμο
на обра́тном пути́ — στην επιστροφή
2) ( поездка) το ταξίδιсчастли́вого пути́! — καλό ταξίδι!
-
26 тот
тот (та, то, те) εκείνος; \тот (же) самый εκείνος ο ίδιος; та улица εκείνος ο δρόμος; то место εκείνη η θέση; те дома εκείνα τα σπίτια; \тот или другой о ένας ή ο άλλος* * *(та, то, те)тот (же) са́мый — εκείνος ο ίδιος
та у́лица — εκείνος ο δρόμος
то ме́сто — εκείνη η θέση
те дома́ — εκείνα τα σπίτια
тот и́ли друго́й — ο ένας ή ο άλλος
-
27 трасса
-
28 улица
улица ж о δρόμος, η οδός; на \улицае στο δρόμο;' έξω (вне помещения) я живу на \улицае... μένω στην οδό...* * *жο δρόμος, η οδόςна у́лице — στο δρόμο
у́лица — έξω ( вне помещения)
я живу́ на у́лице... — μένω στην οδό...
-
29 через
через 1) (о пространстве) μέσα από; перепрыгнуть \через ручей πηδώ το ρυάκι· дорога идёт \через лес о δρόμος περνά μέσα από το δάσος· Охать в Москву через Киев πηγαίνω στη Μόσχα μέσο Κίεβο 2) (ο времени) μετά, σε. ύστερα από; \через две недели μετά (или ύστερα από) δυο βδομάδες; \через некоторое время σε λίγο καιρό 3) (посредством) διάμεσο, μέσο; \через газету μέσο της εφημερίδας череп м το κρανίο* * *1) ( о пространстве) μέσα απόперепры́гнуть че́рез руче́й — πηδώ το ρυάκι
доро́га идёт че́рез лес — ο δρόμος περνά μέσα από το δάσος
е́хать в Москву́ че́рез Ки́ев — πηγαίνω στη Μόσχα μέσο Κίεβο
2) ( о времени) μετά, σε, ύστερα απόче́рез две неде́ли — μετά ( или ύστερα από) δυο βδομάδες
че́рез не́которое вре́мя — σε λίγο καιρό
3) ( посредством) διάμεσο, μέσοче́рез газе́ту — μέσο της εφημερίδας
-
30 бег
бегм ὁ δρόμος, τό τρέξιμο:марафонский \бег ὁ Μαραθώνιος δρόμος; эстафетный \бег ἡ σκυταλοδρομία; \бег времени ἡ πορεία τοῦ χρόνου; на \бегу́ τρέχοντας. ◊ в \бегах σέ τρεχάματα. -
31 изъезженный
изъез||женный1. прич. от изъездить·2. прил (о дороге) ὁ ἀνώμαλος (или χαλασμένος) δρόμος, δρόμος γεμάτος λακκοῦβες. -
32 мостовая
мостоваяж τό λιθόστρωτο, τό καλντερίμι:асфальтовая \мостовая ὁ ἀσφαλτόστρωτος δρόμος· булыжная \мостовая ὁ δρόμος στρωμένος μέ χαλίκια. -
33 наезженный
наезженн||ый1. прич. от наездить·2. прил:\наезженныйая дорога ὁ πατημένος δρόμος, ὁ ἀμαξωτός δρόμος. -
34 оживленный
ожив||ленный1. прич. от оживить·2. прил в разн. знач. ζωηρός:\оживленныйленная беседа ἡ ζωηρή συζήτηση· \оживленныйленная торговля τό ζωηρό ἐμπόριο· \оживленныйленная улица ὁ πολυσύχναστος δρόμος, ὁ δρόμος μέ μεγάλη κίνηση. -
35 тракт
трактм ἡ δημοσία ὁδός, ὁ δρόμος:почтовый \тракт ὁ ταχυδρομικός δρόμος· ◊ желудочно-кишечный \тракт анат. ὁ γα-στροεντερικός σωλήν. -
36 шоссе
шосс||ес нескл. ὁ δημόσιος δρόμος/ ὁ λιθόστρωτος δρόμος (мощеное):асфальтированное \шоссе ὁ ἀσφαλτόδρομος· автомобильное \шоссе ὁ αὐτοκινητόδρομος. -
37 гонка
-и θ.1. κυνηγητό, κυνήγι, -ημα•гонка вооружений το κυνήγι των εξοπλισμών.
|| δρόμος, τρέξιμο.2. βία, βιασύνη, σπουδή• ταχύτητα, γρηγοράδα.3. (αθλτ.) αγώνας δρόμουι, δρόμος•велосипедные -и ποδηλατοδρομία•
автомобильные -и αυτοκινητοδρομία•
гребные -и κωπηλατοδρομία•
парусные -и ιστιοδρομία.
4. τιμωρία, κατσάδα, κατσάδιασμα. -
38 забег
-а α.1. τρέξιμο.2. (αθλτ.) δρόμος• забег 800 метров δρόμος 800 μέτρων. -
39 зелёный
επ., βρ: зелен, -а, -о.1. πράσινος•зелёный цвет πράσινο χρώμα•
-ая ткань πράσινο ύφασμα.
2. χλωρός•зелёный корм χλωρή τροφή ζώων, χλωρό χορτάρι•
-ые фасоли χλωρά φασόλια•
-ые щи λαχανόσουπα από σπανάκια, ξυνήθρες ή τσουκνίδες•
зелёный борщ λαχανόσουπα με φρέσκο κραμβολάχανο.
3. άγουρος, άωρος, ανωρίμαστός, αγίνωτος, αγούρμαοτος.4. μτφ. νέος, άπειρος•зелёный юнец άπειρο παλικάρι,
εκφρ.- ые насаждения – δεντροφυτείες•-ая тоска (ή скука) – πίκρα, θλίψη, οδύνη, φαρμάκι•зелёный стол – πράσινο τραπέζι (με πράσινη τσόχα για παιγνίδι)•- ая улица – α) ανοιχτός (ελεύθερος) δρόμος για μεταφορικά μέσα. β) μτφ. ανοιχτός δρόμος (χωρίς εμπόδια), γ) (προεπανσ.) είδος τιμωρίας (ο τιμωρούμενος περνούσε ανάμεσα από δυο σεψές στρατιωτών, που κρατούσαν χλωρές βέργες και χτυπούσαν τον τιμωρούμενο)•зелёный чай – πράσινο τσάι. -
40 мостовая
-ой θ. το λιθόστρωτο, λιθοστρωμένος δρόμος•булыжная мостовая λιθόστρωτος,(βοτσαλοστρωμένος) δρόμος.
См. также в других словарях:
δρόμος — course masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρόμος — ο (AM δρόμος) 1. (για έμψυχα) τρέξιμο, τρεχάλα 2. (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) κίνηση, περιφορά, τροχιά 3. η ταχύτητα με την οποία διανύεται ένα διάστημα («ο δρόμος τού πλοίου μετριέται με δρομόμετρο») 4. η απόσταση που μπορεί κανείς να… … Dictionary of Greek
δρόμος — ο 1. πορεία, τρέξιμο: Ίδρωσα από το δρόμο. 2. οδός: Μένουμε στον ίδιο δρόμο. 3. αγώνισμα ταχύτητας και αντοχής: Κέρδισε χρυσό μετάλλιο σε αγώνα δρόμου. 4. φρ., «Πήρε τους δρόμους», περιπλανήθηκε· «Του έδωσα δρόμο», τον έδιωξα· «Έμεινα στο δρόμο» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγροτική οδός ή αγροτικός δρόμος — Ο δρόμος που περνάει μέσα από αγροτικές εκτάσεις, με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Το ρωμαϊκό δίκαιο, ανάλογα με τα δικαιώματα που παρείχε στις οδικές δουλείες (εμπράγματα δικαιώματα), διέκρινε τις α.ο. σε: α) μονοπάτια (iter), απ’ όπου… … Dictionary of Greek
Νέος Δρόμος — Δεκαπενθήμερο παιδαγωγικό περιοδικό, επίσημο όργανο του Εκπαιδευτικού Όμίλου. Εκδόθηκε στα έτη 1928 και 1929 … Dictionary of Greek
αυτοκινητόδρομος — Δρόμος αποκλειστικά αφιερωμένος στη μηχανοκίνητη κυκλοφορία, ο οποίος αποτελείται τυπικά από δύο χωριστά καταστρώματα, ένα για κάθε κατεύθυνση, που τα χωρίζει μια λωρίδα ή νησίδα. Τα καταστρώματα αποτελούνται από πολλές διαχωριστικές λωρίδες για… … Dictionary of Greek
δρόμω — δρόμος course masc nom/voc/acc dual δρόμος course masc gen sg (doric aeolic) δρομόω hasten pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δρομόω hasten imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДРОМОС — • Δρόμος, см. Gymnasium, Гимнасий … Реальный словарь классических древностей
δρόμοι — δρόμος course masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρόμοιο — δρόμος course masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρόμοις — δρόμος course masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)