-
1 Φέρνουν, ξέρεις, όλοι οι δρόμοι στην επτάλοφη τη Ρώμη
• Все дороги ведут в РимИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Φέρνουν, ξέρεις, όλοι οι δρόμοι στην επτάλοφη τη Ρώμη
-
2 αβληχρος
31) слабый, бессильный, немощный(χείρ, τείχεα Hom.)
2) легкий, тихий, безмятежный(θάνατος Hom.)
3) медленный(νόσος, δρόμοι Plut.)
-
3 ανιδρυτος
21) неоседлый, бродячий, скитальческий(δρόμοι Eur.; ἄοικος καὴ ἀ. Plut.)
2) необщительный; неуживчивый(ἄσπειστος καὴ ἀ. Dem.)
-
4 ασπιδοδουπος
-
5 γναμπτος
-
6 δρομος
ὅ1) тж. pl. бегἵππους δρόμου ἆσαι Hom. — утомить коней скачкой;ἅπαντι χρῆσθαι τῷ δρόμῳ Luc. — бежать изо всех сил2) воен. форсированный марш3) (быстрое) движение, бег(νεφέλης Eur.; δρόμοι ἡλίου τε καὴ σελήνης Plat.)
4) состязание в беге, пробег, бега(ἀπὸ νύσσης τέτατο δ. Hom.; δρόμον προκηρύσσειν Soph.)
5) дорожка или площадь для состязаний в беге, ристалище(ἵπποι πλανόωνται ἀνὰ δοόμον Hom.; ἐμεστώθη δ. κτύπου ἁρμάτων Soph.)
ἔξω или ἐκτὸς δρόμου φέρεσθαι Aesch., Plat. и ἐκ δρόμου πίπτειν Aesch. — отклониться от дороги или от цели;οὐδέν ἐστ΄ ἔξω δρόμου Aesch. — нелишне, вполне уместно6) состязание, борьба(περὴ ψυχῆς Arph., Plat.)
περὴ τοῦ παντὸς δρόμον θεῖν Her. — вступить в решительный бой7) ( при ходьбе) круг, конецδύ΄ ἢ τρεῖς δρόμους περιεληλυθώς Plat. — сделав два или три конца
8) место для прогулок, аллея(δ. κατάστεγος Plat.; ἐν δρόμοισιν Ἀκαδήμου Diog.L.)
9) путь, расстояние -
7 εκδρομοι
-
8 ηνιοχεω
дор. ἁνιοχέω1) управлять вожжами, править(ἅρματα Her.; συνωρίδος Plat.; λέοντας Luc.)
κελεύσματι μόνον καὴ λόγῳ ἡνιοχεῖται Plat. — (хороший конь) слушается одного лишь словесного убеждения2) управлять, направлять(Μουσῶν στόματα Arph.; διάνοιαν Luc.)
σελάνας τριετεῖς μηνῶν ἁνιοχεῦντο δρόμοι Anth. — исполнилось три года -
9 καλλισταδιος
-
10 παλιμπλαγκτος
-
11 παραφορος
21) влекомый(πρὸς δόξαν Plut.)
2) блуждающий, нетвердый(πούς Eur.; δρόμοι Plut.)
3) отклоняющийся, бьющий мимо(σκοποῦ Plat.)
4) расстроенный, помешанныйπ. τῆς ξυνέσεως Plat. — лишившийся рассудка
-
12 υπερμηκης
дор. ὑπερμάκης 21) страшно длинный, бесконечно долгий, нескончаемый(δρόμοι Aesch.)
2) не в меру длинный, т.е. хищный, загребущий(χείρ Her.)
3) чрезвычайно высокий(τὰ Θεσσαλικὰ οὔρεα Her.)
4) далеко отдающийся, далеко слышный(βοά Pind.)
См. также в других словарях:
δρόμοι — δρόμος course masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek
Mikis Theodorakis — (Μίκης Θεοδωράκης) Mikis Theodorakis in 2004 Background information Born July 29, 1925 (1925 07 29) (age 86) … Wikipedia
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
επικοινωνίας, οδοί — Κατευθυντήριες που ακολουθεί ο άνθρωπος στις μετακινήσεις του. Είναι δυνατόν να είναι χερσαίες (οδικές και σιδηροδρομικές), ποτάμιες ή σε πλωτές διώρυγες, λιμναίες, θαλάσσιες και εναέριες. Ο άνθρωπος επεμβαίνει με την εργασία του μόνο σε ό,τι… … Dictionary of Greek
συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek