Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(ἕλικες

См. также в других словарях:

  • Ἕλικες — Ἕλιξ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕλικες — ἕλιξ 1 twisted masc/fem nom/voc pl ἕλιξ 2 anything which assumes a spiral shape fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελικόπτερο — Εναέριο όχημα του οποίου η στήριξη και η πρόωση παράγονται από μία ή περισσότερες μεγάλες έλικες μεταβλητού βήματος, που κινούνται από ενδοθερμικούς κινητήρες. Ο άξονας περιστροφής των ελίκων είναι κάθετος ή περίπου κάθετος και, ανάλογα με την… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek

  • ελικοφόρος — ο (Μ ἑλικοφόρος, ον) νεοελλ. 1. (για πλοίο) αυτός που κινείται με έλικες 2. το ουδ. ως ουσ. το ελικοφόρο πλοίο που κινείται με έλικες 3. χαραγμένος με έλικες μσν. (για κλαδί αμπελιού) αυτός που έχει έλικες …   Dictionary of Greek

  • κίονας — Ένα από τα κύρια στοιχεία των απλών ορθοστατικών κατασκευών. Μπορεί να έχει διάφορες μορφές και διαστάσεις, αλλά γενικά αποτελείται από τρία μέρη, τη βάση, τον κορμό και το κιονόκρανο (εκτός από τον δωρικό κ., ο οποίος δεν έχει ιδιαίτερη βάση).… …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • αναρριχητικό — Στη βοτανική ονομάζεται α. το φυτό που ο βλαστός του δεν μπορεί να σηκωθεί από το έδαφος, αλλά αναπτύσσεται στηριζόμενο στους κορμούς και στα κλαδιά άλλων φυτών ή σε διάφορα υποστηρίγματα (τοίχοι, βράχοι, πάσσαλοι), προσκολλώμενο σε αυτά με… …   Dictionary of Greek

  • Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… …   Dictionary of Greek

  • ελικοκίνητος — ον 1. αυτός που κινείται με έλικες 2. το ουδ. ως ουσ. το ελικοφόρο πλοίο που κινείται με έλικες …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»