Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

δρυπεπεῖς

См. также в других словарях:

  • δρυπεπεῖς — δρυπεπής ripened on the tree masc/fem acc pl δρυπεπής ripened on the tree masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρούμπα — η 1. ελιά που πέφτει ώριμη από το δέντρο, αλλ. χαμοελιά ή χαμάδα 2. ελιά αρωματισμένη με θρούμπι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. επίθ. δρυπεπής «τελείως ώριμος» (δρυπεπείς ελαίαι) < δρύπεπη < δρύππα < δρούππα και με συσχετισμό προς το αρωματικό φυτό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»