-
1 δροσούμαι
-
2 δροσοῦμαι
См. также в других словарях:
δροσοῦμαι — δροσόομαι to be wet with dew pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 δροσούμαι
2 δροσοῦμαι
δροσοῦμαι — δροσόομαι to be wet with dew pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)