-
1 δροπίσκος
-
2 δροπίσκος
δροπίσκοςflower-basket: masc nom sg -
3 δροπίσκος
δροπίσκος, ὁ, ein Korb, zum Abpflücken -
4 δρόπις
A flower-basket, Id.
См. также в других словарях:
δροπίσκος — flower basket masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)