-
1 δρομαῖος
A running at full speed, swift,κἀγὼ δρομαία βᾶσα S.Tr. 927
;οὐχ ὡς δ. πῶλος E.Hel. 543
; νεφέλας δρομαίου Id.Alc. l. c.;χωρεῖ δρομαίαν Id.Fr.495.4
; : in Prose, λαγὼς δ. a hare run by hounds, opp. εὐναῖος, X.Cyn.5.9; ἴχνη δ., opp. εὐναῖα, the track of a running hare, ib.3.8: metaph.,δ. τῆς ψυχῆς ὁρμή Alcid.
ap. Arist.Rh. 1406a23. Adv. - ως Sch.E.Or. 1416.II epith. of Apollo, as patron of racing, Plu.2.724c, IG5(1).497, al. ([place name] Sparta).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δρομαῖος
См. также в других словарях:
ησυχαίος — ἡσυχαῑος και δωρ. τ. ἁσυχαῑος α, ον, (Α) 1. ήσυχος* 2. αργός, αδρανής 3. γαλήνιος, ήρεμος 4. το ουδ. ως ουσ. τό ἡσυχαῑον η ησυχία, η απραξία, η γαλήνη 5. (το ουδ. ως επίρρ.) ἡσυχαῑον με τρόπο ήρεμο, με ησυχία, ήσυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήσυχος + αίος… … Dictionary of Greek
πομπαίος — αία, ον, Α 1. αυτός που προπέμπει, που συνοδεύει 2. (το αρσ. ως προσωνυμία τού Ερμού) ψυχοπομπός, αυτός που συνοδεύει τις ψυχές τών πεθαμένων στον Άδη 3. (για άνεμο) ούριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πομπή / πομπός + κατάλ. αῖος (πρβλ. δρομ αίος)] … Dictionary of Greek