Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δρομ-αῖος

См. также в других словарях:

  • ησυχαίος — ἡσυχαῑος και δωρ. τ. ἁσυχαῑος α, ον, (Α) 1. ήσυχος* 2. αργός, αδρανής 3. γαλήνιος, ήρεμος 4. το ουδ. ως ουσ. τό ἡσυχαῑον η ησυχία, η απραξία, η γαλήνη 5. (το ουδ. ως επίρρ.) ἡσυχαῑον με τρόπο ήρεμο, με ησυχία, ήσυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήσυχος + αίος… …   Dictionary of Greek

  • πομπαίος — αία, ον, Α 1. αυτός που προπέμπει, που συνοδεύει 2. (το αρσ. ως προσωνυμία τού Ερμού) ψυχοπομπός, αυτός που συνοδεύει τις ψυχές τών πεθαμένων στον Άδη 3. (για άνεμο) ούριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πομπή / πομπός + κατάλ. αῖος (πρβλ. δρομ αίος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»