-
1 δρομικως
См. также в других словарях:
δρομικῶς — δρομικός good at running adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 δρομικως
δρομικῶς — δρομικός good at running adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)