-
1 δρομέας
[-εύς (-εως)] ο1) бегун;δρομέας αντοχής — бегун на длинные дистанции;
2) скороход, гонец;3) πλ. зоол, бегающие птицы -
2 Δρομέας
Δρομέᾱς, Δρομεύςrunner: masc acc pl -
3 δρομέας
δρομέᾱς, δρομεύςrunner: masc acc pl -
4 δρομέας
[дромэас] ουσ. а, бегун.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δρομέας
-
5 δρομέας
[дромэас] ουσ а, бегун. -
6 δρομέας
coureur -
7 δρομέας
1) biegacz (m) rzecz.2) wirnik (m) rzecz. -
8 δρομέας
1) běhoun2) běžec3) závodník -
9 δρομέας
runnerΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δρομέας
-
10 koşucu
δρομέας -
11 coureur
δρομέας -
12 běhoun
δρομέας -
13 běžec
δρομέας -
14 závodník
δρομέας -
15 biegacz
δρομέας -
16 wirnik
δρομέας -
17 бегун
бегун м о δρομέας· \бегун на средние (длинные) дистанции о δρομέας ημιαντοχής ( αντοχής)* * *мο δρομέαςбегу́н на сре́дние (дли́нные) дистанции — ο δρομέας ημιαντοχής (αντοχής)
-
18 стайер
-
19 движок
1. (движущаяся вдоль оси часть в различных механизмах) о δρομέας, ο ολισθη-τήρας, το ολισθαίνον τμήμα 2. (лопата) το ξύλινο φτυάρι 3. (переносный двигатель) о μικρός (φορητός) κινητήρας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > движок
-
20 курсор
вчт. ο δρομέας, ο κέρσορας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > курсор
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δρομέας — ο αθλητής που συμμετέχει σε αγώνες δρόμου, στο τρέξιμο: Είναι ο γρηγορότερος δρομέας της χώρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δρομέας — ο (AM δρομεύς) 1. αυτός που τρέχει γρήγορα 2. αθλητής που αγωνίζεται στον δρόμο νεοελλ. οι δρομείς υφομοταξία πτηνών που περιλαμβάνει τις στρουθοκαμήλους, το εμού κ.α. που δεν μπορούν να πετάξουν αλλά τρέχουν ταχύτατα αρχ. 1. (στην Κρήτη) έφηβος… … Dictionary of Greek
Δρομέας — Δρομέᾱς , Δρομεύς runner masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρομέας — δρομέᾱς , δρομεύς runner masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Βαρώτσος, Κωνσταντίνος — (Αθήνα 1955 –). Γλύπτης. Σπούδασε γλυπτική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Ρώμης και αρχιτεκτονική στο πανεπιστήμιο της Πεζάρα. Το 1990 91 κέρδισε υποτροφία του ιδρύματος Φουλμπράιτ. Τα έργα του είναι κυρίως κατασκευασμένα από γυαλί και ατσάλι.… … Dictionary of Greek
ροοστάτης — Μεταβλητή αντίσταση που χρησιμοποιείται για τη ρύθμιση του ρεύματος που ρέει σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα. Η μεταβολή της αντίστασης αυτής μπορεί να είναι ασυνεχής ή συνεχής. Στην πρώτη περίπτωση (ρ. με άλματα) ο ρ. αποτελείται από μια σειρά… … Dictionary of Greek
Ζάτοπεκ, Εμίλ — (Emil Zatopek, Κοπρίβνιτσε 1922 – Πράγα 2000). Τσέχος δρομέας μεγάλων αποστάσεων. Ένας από τους κορυφαίους αθλητές αγώνων αντοχής και ημιαντοχής, έμεινε στην ιστορία με το προσωνύμιο Ο άνθρωπος ατμομηχανή. Κέρδισε στην καριέρα του συνολικά 4… … Dictionary of Greek
καζουάριος — (Casuarius casuarius). Πτηνό δρομέας της μικρής οικογένειας των καζουαριιδών, της οποίας είναι o σημαντικότερος εκπρόσωπος. O κ. φθάνει σε μήκος τα 1,75 μ., ενώ τα θηλυκά άτομα είναι γενικά μεγαλύτερα και με πιο έντονους χρωματισμούς. Το φτέρωμά… … Dictionary of Greek
Афинский классический марафон — стадион «Панатинаикос» конечный пункт Афинского классического марафона Афинский классический марафон ежегодные марафонские соревнования, которые проходят в конце октября начале н … Википедия
-αξ — (ΑΝ)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη χρησιμοποιούμενη στον σχηματισμό υστερογενών παραγώγων. Προέρχεται από το ΙΕ. επίθημα k και την επέκτασή του σε θεματικό ko, που ήταν από τα πιο παραγωγικά επιθήματα της ΙΕ. Πρβλ. μείραξ «κορίτσι»: σανσκρ. marya… … Dictionary of Greek