Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δρομέας

См. также в других словарях:

  • δρομέας — ο αθλητής που συμμετέχει σε αγώνες δρόμου, στο τρέξιμο: Είναι ο γρηγορότερος δρομέας της χώρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δρομέας — ο (AM δρομεύς) 1. αυτός που τρέχει γρήγορα 2. αθλητής που αγωνίζεται στον δρόμο νεοελλ. οι δρομείς υφομοταξία πτηνών που περιλαμβάνει τις στρουθοκαμήλους, το εμού κ.α. που δεν μπορούν να πετάξουν αλλά τρέχουν ταχύτατα αρχ. 1. (στην Κρήτη) έφηβος… …   Dictionary of Greek

  • Δρομέας — Δρομέᾱς , Δρομεύς runner masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρομέας — δρομέᾱς , δρομεύς runner masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Βαρώτσος, Κωνσταντίνος — (Αθήνα 1955 –). Γλύπτης. Σπούδασε γλυπτική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Ρώμης και αρχιτεκτονική στο πανεπιστήμιο της Πεζάρα. Το 1990 91 κέρδισε υποτροφία του ιδρύματος Φουλμπράιτ. Τα έργα του είναι κυρίως κατασκευασμένα από γυαλί και ατσάλι.… …   Dictionary of Greek

  • ροοστάτης — Μεταβλητή αντίσταση που χρησιμοποιείται για τη ρύθμιση του ρεύματος που ρέει σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα. Η μεταβολή της αντίστασης αυτής μπορεί να είναι ασυνεχής ή συνεχής. Στην πρώτη περίπτωση (ρ. με άλματα) ο ρ. αποτελείται από μια σειρά… …   Dictionary of Greek

  • Ζάτοπεκ, Εμίλ — (Emil Zatopek, Κοπρίβνιτσε 1922 – Πράγα 2000). Τσέχος δρομέας μεγάλων αποστάσεων. Ένας από τους κορυφαίους αθλητές αγώνων αντοχής και ημιαντοχής, έμεινε στην ιστορία με το προσωνύμιο Ο άνθρωπος ατμομηχανή. Κέρδισε στην καριέρα του συνολικά 4… …   Dictionary of Greek

  • καζουάριος — (Casuarius casuarius). Πτηνό δρομέας της μικρής οικογένειας των καζουαριιδών, της οποίας είναι o σημαντικότερος εκπρόσωπος. O κ. φθάνει σε μήκος τα 1,75 μ., ενώ τα θηλυκά άτομα είναι γενικά μεγαλύτερα και με πιο έντονους χρωματισμούς. Το φτέρωμά… …   Dictionary of Greek

  • Афинский классический марафон — стадион «Панатинаикос»  конечный пункт Афинского классического марафона Афинский классический марафон  ежегодные марафонские соревнования, которые проходят в конце октября  начале н …   Википедия

  • -αξ — (ΑΝ)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη χρησιμοποιούμενη στον σχηματισμό υστερογενών παραγώγων. Προέρχεται από το ΙΕ. επίθημα k και την επέκτασή του σε θεματικό ko, που ήταν από τα πιο παραγωγικά επιθήματα της ΙΕ. Πρβλ. μείραξ «κορίτσι»: σανσκρ. marya… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»