-
1 δριμειών
-
2 δριμειῶν
См. также в других словарях:
δριμειῶν — δρῑμειῶν , δριμύς piercing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ουζμπεκιστάν — (διεθν. Uzbekistan) Ουζμπεκιστάν Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Ν με το Τουρκμενιστάν και με το Αφγανιστάν, Β με το Καζακστάν, Α με την Κιργισία, ΝΑ με το Τατζικιστάν.Η χώρα διαιρείται διοικητικά σε 12 επαρχίες, σε μία αυτόνομη δημοκρατία… … Dictionary of Greek