-
1 δρεπανουργός
δρεπανουργόςsword-maker: masc nom sg -
2 δρεπανουργός
δρεπᾰνουργός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δρεπανουργός
-
3 δρεπανουργού
-
4 δρεπανουργοῦ
-
5 δρεπανουργών
-
6 δρεπανουργῶν
См. также в других словарях:
δρεπανουργός — δρεπανουργός, ο (Α) δρεπανοποιός … Dictionary of Greek
δρεπανουργός — sword maker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρεπανουργοῦ — δρεπανουργός sword maker masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρεπανουργῶν — δρεπανουργός sword maker masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek