Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δρεπανοειδής

См. также в других словарях:

  • δρεπανοειδής — sickle shaped masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρεπανοειδής — ές (AM δρεπανοειδής, ές) αυτός που έχει σχήμα δρεπανιού, τοξοειδής («σελήνη δρεπανοειδής») …   Dictionary of Greek

  • δρεπανοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, όμοιος με δρεπάνι, ημικυκλικός, τοξοειδής: Φορούσε ένα δρεπανοειδές κόσμημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δρεπανοειδῆ — δρεπανοειδής sickle shaped neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δρεπανοειδής sickle shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) δρεπανοειδής sickle shaped masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρεπανοειδεῖ — δρεπανοειδής sickle shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) δρεπανοειδής sickle shaped masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρεπανοειδές — δρεπανοειδής sickle shaped masc/fem voc sg δρεπανοειδής sickle shaped neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρεπανοειδοῦς — δρεπανοειδής sickle shaped masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • DREPANA pl. num. vel DREPANUM — prom. et urbs Siciliae, trans Lilybaeum, non procul ab Eryce monte, ita dicta quod δρεπανοειδὴς sit, h. e. in modum falcis incurvata; vel ab eo quod Saturnus, amputatis virilibus paternis, illuc falcem proiecerit. Ovid. Fast. l. 4. v. 472. Quique …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • δρεπανωτός — ή, ό (Μ δρεπανωτός, ή, όν) δρεπανοειδής …   Dictionary of Greek

  • δρεπανώδης — δρεπανώδης, ες (AM) δρεπανοειδής …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»