Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δραστικός

См. также в других словарях:

  • δραστικός — representing attack masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραστικός — ή, ό (AM δραστικός, ή, όν) 1. αυτός που φέρνει αποτέλεσμα με τη δράση του, αποτελεσματικός («δραστικά μέτρα») 2. (για φάρμακο) δυνατό, ισχυρό («δραστικό φάρμακο») 3. δραστήριος αρχ. μσν. 1. ισχυρός, δυνατός 2. αυτός που παράγει κάτι, που είναι η… …   Dictionary of Greek

  • δραστικός — ή, ό επίρρ. ά αποτελεσματικός: Η αστυνομία έλαβε δραστικά μέτρα για την πάταξη της εγκληματικότητας στην περιοχή μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δραστικά — δραστικός representing attack neut nom/voc/acc pl δραστικά̱ , δραστικός representing attack fem nom/voc/acc dual δραστικά̱ , δραστικός representing attack fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραστικώτερον — δραστικός representing attack adverbial comp δραστικός representing attack masc acc comp sg δραστικός representing attack neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραστικωτάτων — δραστικός representing attack fem gen superl pl δραστικός representing attack masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραστικωτέραις — δραστικός representing attack fem dat comp pl δραστικωτέρᾱͅς , δραστικός representing attack fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραστικωτέρων — δραστικός representing attack fem gen comp pl δραστικός representing attack masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραστικῶν — δραστικός representing attack fem gen pl δραστικός representing attack masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραστικόν — δραστικός representing attack masc acc sg δραστικός representing attack neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραστικώτατα — δραστικός representing attack adverbial superl δραστικός representing attack neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»