-
1 ιός
ιός, ὁ (ἵημι?), 1) das Geworfene, Geschoffene, der Pfeil; ἰὸν ἕηκε Il. 1, 48; βλήμενος ἢ ἰῷ ἢ ἔγχεϊ 8, 514; χαλκήρης Od. 1, 262, ταχύς, πτερόεις u. ä., mit einem heterogenen plur. ἰά, Il. 20, 68; βαλὼν ἰῷ ἀπὸ νευρῆς Hes. Sc. 409; Tragg., Aesch. Pers. 453 Soph. Phil. 166 Eur. I. T. 1378. – 2) das Gift, das die giftigen Thiere von sich geben; ἐχίδνης Soph. Tr. 768; δρακόντων Eur. Ion 1015 u. A.; übertr., δύςφρων γὰρ ἰὸς καρδίαν προςήμενος Aesch. Ag. 808; ἰὸς ἐκ φρονημάτων πέδῳ πεσών Eum. 478; τοῦτο τὸ ψεῦδος ἰὸν ἔχει, νέμεται τὴν ψυχήν Plut. de superstit. 1. – Pind. nennt Ol. 6, 47 den Honig ἀμεμφὴς ἰὸς μελισσᾶν. – 3) der Rost (den Metalle ausschwitzen); an Eisen, Theogn. 451 Plat. Tim. 59 c Rep. X, 609 a; an Kupfer, Grünspan, Theophr. u. Sp.
-
2 κάρᾱ
κάρᾱ, τό, ion. u. ep. κάρη, nur im nom. u. acc., das Haupt; πολιόν τε κάρη, πολιόν τε γένειον Il. 22, 74; μηκέτ' ἔπειτ' Ὀδυσῆϊ κάρη ὤμοισιν ἐπείη 2, 259; von Pferden, 6, 509; ποικίλον κάρα δρακόντων φόβαισι, das Haupt der Medusa, Pind. P. 10, 46; Tragg., οὔ φημ' ἀλύξειν ἐν δίκῃ τὸ σὸν κάρα λευσίμους ἀράς Aesch. Ag. 1598, περὶ πόδα, περὶ κάρα, Eum. 159, in der Anrede, νῦν δ' ἐμοὶ φίλον κάρα, ἔκβαιν' ἀπήνης, liebes Haupt, Ag. 879, wie Soph. ὦ κράτιστον Οἰδίπου κάρα O. R. 40, ὦ κασίγνητον κάρα El. 1155, vgl. Ant. 906 (Eur. Or. 237 I. T. 983); von Thieren, κάρα προβάλλων ἱππικῶν όχημάτων El. 730; αἰγείρου frg. 24; γέλωτι φαιδρὸν κάρα El. 1310, wo bes. an das Gesicht zu denken ist; κάρα τὸ δυςπ ρόςοπτον O. C. 286; τὸ πάλλευκον κάρα Eur. Hec. 600; σὸν καταιδοῦμαι κάρα Or. 681; ἰλιγγιῶ κάρα λίϑῳ πεπληγμένος Ar. Ach. 1178; sp. D. oft. – Dazu haben die Tragg. den dat. κάρᾳ, maskulinisch, für κάρατι, συμμέτρου τῷ σῷ κάρᾳ Aesch. Ch. 225; Soph. O. C. 570 Ant. 1257 El. 437; Eur. Med. 1371 Herc. Fur. 465; κάρῃ Theogn. 1018. – Die Gramm. führen auch den gen. κάρας an; den acc. κάραν haben Anacr., πολιαὶ στέφουσι κάραν 50, 9, u. a. Sp., wo es dann als fem. betrachtet wird, Qu. Sm. 11, 58; τὴν κάρην Callim. frg. 125; κάρης Mosch. 4, 74; Nic. Th. 131 D. Per. 562. – Plur., ἑκατὸν κάρᾱ ἐξεπεφύκει H. h. Cer. 12, womit man ὦ βατίδες, ὦ γλαύκων κάρα vergleichen kann, Sannyrio bei Ath. VII, 286 c, für κάρατα. – Außerdem gehören dazu die Formen gen. κάρητος, Od. 6, 230. 23, 157, u. καρήατος, Il. 23, 44, dat. κάρητι, Il. 15, 75, u. καρήατι, 19, 405. 22, 205, dat. plur. κάρησι, Tryphiod. 602, acc. plur. καρήατα, Il. 11, 309, wozu die Gramm. einen eigenen nom. κάρηαρ angenommen haben. – Vgl. ΚΡΑΣ u. κάρηνον.
-
3 ἐν-σπειράω
ἐν-σπειράω, einwickeln, in einander winden, πολλῶν ἐνεσπειραμένων τῷ αὐτῷ φωλεῷ δρακόντων Sext. Emp. adv. math. 7, 410.
-
4 κάρᾱ
κάρᾱ, τό, das Haupt; ποικίλον κάρα δρακόντων φόβαισι, das Haupt der Medusa; in der Anrede, νῦν δ' ἐμοὶ φίλον κάρα, ἔκβαιν' ἀπήνης, liebes Haupt; γέλωτι φαιδρὸν κάρα, wo bes. an das Gesicht zu denken ist
См. также в других словарях:
Δρακόντων — Δράκων dragon masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακόντων — δέρκομαι see clearly aor part act masc/neut gen pl δέρκομαι see clearly aor imperat act 3rd pl δράκων dragon masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεσότο — Κράτος της νότιας Αφρικής. Περικλείεται από τη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία.Το Λ. βρίσκεται στο υψηλότερο ορεινό σημείο της νότιας Αφρικής· βρετανικό προτεκτοράτο έως τις 4 Οκτωβρίου 1966 με την ονομασία Mπασουτολάνδη, η χώρα αυτή οφείλει την… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία — Κράτος της νοτίου Αφρικής. Συνορεύει Α με τη Μοζαμβίκη και τη Σουαζιλάνδη, Β με τη Ναμίμπια, τη Μποτσουάνα και τη Ζιμπάμπουε, Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό, Ν και Α από τον Ινδικό ωκεανό.Εντός των συνόρων της Ν. Δ. και στο νοτιοανατολικό… … Dictionary of Greek
δρακοντομαχία — η μάχη εναντίον δρακόντων ή μεταξύ δρακόντων … Dictionary of Greek
Τράνσβααλ — (Transvaal). Επαρχία της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας, που περιλαμβάνεται μεταξύ του ποταμού Βάαλ στα Ν, του Λιμπόπο στα Β και των ορέων Λεμπόμπο στα Α· έχει έκταση 229.358 τ. χλμ. και πληθυσμό γύρω στα 7.532.179 κατ. Πρωτεύουσα είναι η Πρετόρια … Dictionary of Greek
DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… … Hofmann J. Lexicon universale
QUERCUS — Iovi olim sacra, magna apud Veteres in veneratione fit. Namque et ex ea, antiquissimus mortalium cibus: et inter illas Dodonae responsa: et sub illis Druidarum, qui veterum Celtarum Sapientes fuêre, praecipua sedes. Sed et alius eius apud Romanos … Hofmann J. Lexicon universale
ξυλογλυπτική — Η τέχνη της απεικόνισης, πάνω σε ξύλο, διαφόρων μορφών ή καλλιτεχνικών σχεδίων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και περισσότερο διαδομένες τέχνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι αρχαίοι αναπτύξανε την ξ., όχι μόνο για διακοσμητικούς λόγους αλλά και… … Dictionary of Greek
Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… … Dictionary of Greek