-
1 δι-δριον
-
2 δρίος
δρίος, das Gebüsch, verwandt mit δρῠς, δόρ υ, δένδρεον; vgl. δριάω. Bei Homer δρίος einmal, Odyss. 14, 353 ὅϑι τε δρίος ἦν πολυανϑέος ὕλης. Das Geschlecht ist in dieser Stelle nicht zu erkennen. Simm. A. P. 7, 203 ἀν' ὑλῆεν δρίος εὔσκιον; Simm. A. P 7, 193 κατ' εὔδενδρον στείβων δρίος; Oppian. Hal. 4, 588 ἅπαν δρίος. Plural. δρία: Hesiod. O. 530 ἀνὰ δρία βησσήεντα; Soph. Trach. 1012 κατά τε δρία πάντα καϑαίρων; Eur. Hel. 1326 πέτρινα κατὰ δρία πολυνιφέα; Apoll. Rh. 4, 970 ἑρσήεντα κατὰ δρία. Bei gramm. findet sich auch nominat sing. δρίον. Vgl. die Eigennamen Δρίον und Δρίος.
-
3 регламент
регламентм ὁ κανονισμός:устанавливать \регламент καθορίζω δριον Ομιλίας· придерживаться \регламента τηρώ τόν κανονισμό. -
4 рубеж
рубежм τό σύνορο[ν], τό δριο[ν]:оборонительный \рубеж ἡ ἀμυντική γραμμή· водный \рубеж τά θαλάσσια σύνορα, τό θαλάσ-σιον δριον за \рубежо́м στό ἐξωτερικό[ν]· на \рубеже́ двух эпох στό μεταίχμιο τῶν δύο ἐποχών. -
5 σκολοπένδρειος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκολοπένδρειος
-
6 διδριον
δι-δριον, τό, Doppelsitz für zwei Personen
См. также в других словарях:
синедрио́н — а, м. Совет старейшин, высшее государственное учреждение с политическими и судебными функциями в древней Иудее. || перен. ирон., шутл. Совещание, судилище. Премудрый университетский синедрион порол дичь. Белинский, Письмо Н. В. Станкевичу, 2 окт … Малый академический словарь
θηλυδρίας — ο (ΑΜ θηλυδρίας) θηλυπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά πάσαν πιθανότητα < αμάρτυρο *θηλύδριον, για το οποίο όμως οι γνώμες διίστανται. Κατά μία απόψη < θηλυ * + κατάλ. δριον κατά το ανδρ ίον, κακόσημο υποκορ. τού ανήρ (πρβλ. νεοελλ.… … Dictionary of Greek
πολυανθής — ές, ΝΜΑ, ποιητ. τ. θηλ. πολυάνθεα 1. αυτός που έχει πολλά άνθη 2. αυτός που έχει πυκνή βλάστηση («ὅθι τε δρίον ἦν πολυανθέος ὔλης», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ανθής (< ἄνθος), πρβλ. ευ ανθής, λευκ ανθής] … Dictionary of Greek
χαλάδριον — και χαλάτριον και χαράδριον και χελάδριον, τὸ, ΜΑ στρώμα, στρωσίδι από ψάθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χαλάδριον ανάγεται στο θ. χαλα τού χαλῶ, άω «χαλαρώνω» (πρβλ. αόρ. χαλά σαι) και εμφανίζει επίθημα δριον, το οποίο έχει προέλθει από λ. σε δρος / δρον… … Dictionary of Greek