Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δρίον

См. также в других словарях:

  • синедрио́н — а, м. Совет старейшин, высшее государственное учреждение с политическими и судебными функциями в древней Иудее. || перен. ирон., шутл. Совещание, судилище. Премудрый университетский синедрион порол дичь. Белинский, Письмо Н. В. Станкевичу, 2 окт …   Малый академический словарь

  • θηλυδρίας — ο (ΑΜ θηλυδρίας) θηλυπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά πάσαν πιθανότητα < αμάρτυρο *θηλύδριον, για το οποίο όμως οι γνώμες διίστανται. Κατά μία απόψη < θηλυ * + κατάλ. δριον κατά το ανδρ ίον, κακόσημο υποκορ. τού ανήρ (πρβλ. νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • πολυανθής — ές, ΝΜΑ, ποιητ. τ. θηλ. πολυάνθεα 1. αυτός που έχει πολλά άνθη 2. αυτός που έχει πυκνή βλάστηση («ὅθι τε δρίον ἦν πολυανθέος ὔλης», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ανθής (< ἄνθος), πρβλ. ευ ανθής, λευκ ανθής] …   Dictionary of Greek

  • χαλάδριον — και χαλάτριον και χαράδριον και χελάδριον, τὸ, ΜΑ στρώμα, στρωσίδι από ψάθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χαλάδριον ανάγεται στο θ. χαλα τού χαλῶ, άω «χαλαρώνω» (πρβλ. αόρ. χαλά σαι) και εμφανίζει επίθημα δριον, το οποίο έχει προέλθει από λ. σε δρος / δρον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»