-
1 Serpent
subs.P. and V. ἔχιδνα, ἡ (Plat.), ὄφις, ἡ (Plat. also Ar.), Ar. and V. δράκων, ὁ, ἑρπετόν, τό, P. ἔχις, ὁ (Plat.), V. δράκαινα, ἡ.Changed into a serpent: use V. ἐκδρακοντωθείς.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Serpent
-
2 Snake
subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Snake
См. также в других словарях:
δράκαινα — she dragon fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δράκαινα — Κοινή ονομασία των ψαριών του γένους τραχίνος (βλ. λ.). * * * η (AM δράκαινα) 1. θηλ. τού δράκος, η γυναίκα τού δράκου, η λάμια μσν. νεοελλ. ζωολ. είδος ψαριού, ιχθύς ο τραχίνος, το δρακόνι νεοελλ. 1. μτφ. πολύ σκληρή γυναίκα 2. ζωολ. είδος… … Dictionary of Greek
δράκαινα — η 1. θηλυκό του δράκου. 2. γυναίκα πολύ σκληρή και κακόψυχη: Η μάνα της είναι δράκαινα. 3. είδος ψαριού με δηλητηριώδη αγκαθωτή ράχη, το δρακόνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δρακαίνας — δρακαίνᾱς , δράκαινα she dragon fem acc pl δρακαίνᾱς , δράκαινα she dragon fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δράκαιν' — δράκαινα , δράκαινα she dragon fem nom/voc sg δράκαιναι , δράκαινα she dragon fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακαινῶν — δράκαινα she dragon fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακαίναις — δράκαινα she dragon fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακαίνης — δράκαινα she dragon fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακαίνῃ — δράκαινα she dragon fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δράκαιναι — δράκαινα she dragon fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δράκαιναν — δράκαινα she dragon fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)