-
1 δουρικτητός
δουρι-κτητός ( κτάομαι): acquired by the spear, captured in battle, Il. 9.343†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δουρικτητός
-
2 δουρί-κτητος
δουρί-κτητος, = δορίκτητος, auch δουρικτητός betont; Homer einmal, Iliad. 9, 343 δουρικτητήν περ ἐοῠσαν, eine Sklavinn; vgl. Scholl. Herodian. u. Apoll. Lex. Homer. p. 59, 30.
-
3 δορικτητος
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский