-
1 δουρικλύτοις
δουρίκλυτοςmasc /fem /neut dat pl -
2 δουρικλυτός
δουρῐ-κλῠτός, ον, = foreg., Il.2.645, Od. 15.544, Archil.3: dat. pl. δουρικλύτοις (sic) A.Pers.85 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δουρικλυτός
См. также в других словарях:
δουρικλύτοις — δουρίκλυτος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)