Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δουλικῶν

См. также в других словарях:

  • δουλικῶν — δουλικός slave fem gen pl δουλικός slave masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αρχάγαθος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο πρεσβύτερος (; – 307 π.Χ.). Μεγαλύτερος γιος του Αγαθοκλή, τυράννου των Συρακουσών. Το 310 π.Χ. ακολούθησε τον πατέρα του στην εκστρατεία της Καρχηδόνας, αλλά αργότερα ξεσήκωσε τον στρατό εναντίον του πατέρα του …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»