Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

δουλεύτρια

См. также в других словарях:

  • δουλεύτριαι — δουλεύτρια female attendant fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλευτής — ο (θηλ. δουλεύτρια και δουλεύτρα, η) (AM δουλευτής, Μ θηλ. δουλεύτρια, η) υπηρέτης, δούλος μσν. νεοελλ. 1. εργάτης που ζει από την αμοιβή τής εργασίας του 2. εργατικός, φιλόπονος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»