-
1 δοτίς
δοτίς, ίδος, ἡ, = δότειρα, Arcad. p. 35, 3.
-
2 προ-δότις
προ-δότις, ιδος, ἡ, tem. von προδότης, Verrätherinn; Eur. Med. 1332 u. öfter; προδότιδες, Ar. Thesm. 393; Anacr. 57, 20.
-
3 φωτο-δότις
φωτο-δότις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Sp.
-
4 χρησμο-δότις
χρησμο-δότις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Tzetz.
-
5 ὀνειρο-δότις
ὀνειρο-δότις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, sp. D.
-
6 ὀλβο-δότις
ὀλβο-δότις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Orph. H. 26, 9.
-
7 θερμοδοτις
-
8 προδοτις
-
9 θερμοδότης
A one who brought the hot water atbaths, Gloss.:—fem. [suff] θερμο-δότις, ιδος, ἡ, female bath-attendant, AP 9.183 (Pall.):Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θερμοδότης
-
10 προδότις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προδότις
-
11 φιλτροδότις
φιλτρο-δότις, ἡ,A = περιστερεὼν ὀρθός, Ps.-Dsc.4.59; = σκολοπένδριον, Id.3.134.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλτροδότις
-
12 ἐκδότις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκδότις
-
13 ὀλβοδότης
A giver of bliss or wealth, E.Ba. 573 (lyr.), Epic.Alex. Adesp. 9vi6 ( ὀλβιότα Pap.), Epigr.Gr.978.10 ([place name] Philae), IG42(1).424,425 (Epid., iii A. D.), Orph.H.68.8 :—fem. [suff] ὀλβο-δότις, ιδος, ib.27.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀλβοδότης
-
14 προδότις
προ-δότις, ιδος, ἡ, Verräterin
См. также в других словарях:
σοφοδότις — ότιδος, ἡ, Α αυτή που δίνει σοφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός + δότις, θηλ. τού δότης (< δίδωμι), πρβλ. φωτο δότις] … Dictionary of Greek