-
1 δοριάλωτος
A captive of the spear, taken in war,χώρα Hdt.8.74
, 9.4; of persons, captive, E.Tr. 518 (lyr.), Isoc.4.177; πόλεις Decr. ap. D.18.181, cf. Plb.23.10.6; [dialect] Ion. [full] δουριάλωτον λέχος, of Tecmessa, S.Aj. 211 (lyr.): — δορυάλωτος is a freq. v.l., as in Hp.Ep.27, X.Cyr.7.5.35, HG5.2.5, Ph.2.526, etc., cf. IG14.1293.57.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δοριάλωτος
См. также в других словарях:
δόρυ — Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά,… … Dictionary of Greek