Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

δορήϊος

См. также в других словарях:

  • δορήιος — δορήιος, α, ον (Α) ξύλινος …   Dictionary of Greek

  • δορήιον — δορήϊον , δορήιος wooden masc acc sg δορήϊον , δορήιος wooden neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόρυ — Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»