Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δορυ-παγής

См. также в других словарях:

  • κηροπαγής — κηροπαγής, ές (Α) 1. συναρμοσμένος, στερεωμένος, κολλημένος με κερί 2. κατασκευασμένος με κερί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ε πάγ ην), πρβλ. δορυ παγής, προσωπο παγής] …   Dictionary of Greek

  • μελαμπαγής — μελαμπαγής, ές (Α) (δωρ. τ.) 1. (κυρίως για αίμα) μαύρος και πηχτός («καὶ χθονία κόνις πίῃ μελαμπαγὲς αἷμα φοίνιον», Αισχύλ.) 2. (γενικά) μαύρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + παγής (< πήγνυμι), πρβλ. γομφο παγής, δορυ παγής] …   Dictionary of Greek

  • χαλκοπαγής — ές, Α κατασκευασμένος από χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + παγής (< πήγνυμι «μπήγω, στερεώνω»), πρβλ. δορυ παγής, ὑδρο παγής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»