-
1 δορυφορος
I21) копьеносный, вооруженный копьем(ὀπάων Aesch.)
2) угодливый, раболепный(ἡδοναί Plat.)
IIὅ1) копьеносец, копейщик(πελτασταὴ καὴ δορυφόροι Xen.)
2) (вооруженный копьем) телохранитель, pl. стража, охрана(δορυφόροι Πεισιστράτου Her.; φρουραἰ δοριφόρων Eur.; τῶν βασιλέων Plut.)
τῶν δορυφόρων ἔπαρχος Plut. (в Риме;лат. praefectus praetorii) — начальник преторианцев3) угодливый спутник, приспешник(τῆς τυραννίδος Plut.; τῶν ἐπιθυμιῶν Luc.)
-
2 δορυφόρος
-
3 δορυφόρος
[дорифорос] ουσ α (αστρον) спутник. -
4 τεχνητός
См. также в других словарях:
Δορυφόρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυφόρος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυφόρος — I (Αστρον.). Κάθε ουράνιο σώμα που περιφέρεται γύρω από έναν πλανήτη και υπακούει στους ίδιους νόμους της ουράνιας μηχανικής που ρυθμίζουν την κίνηση των πλανητών. Τους νόμους αυτούς προσδιόρισε o Γερμανός αστρονόμος Γιοχάνες Κέπλερ. Εξαιτίας… … Dictionary of Greek
δορυφόρος — ο 1. ουράνιο σώμα που περιστρέφεται γύρω από έναν πλανήτη: Η Σελήνη είναι δορυφόρος της Γης. 2. φρ., «τεχνητός δορυφόρος», σώμα που εκτοξεύεται από τη Γη προς το διάστημα με σκοπό να αποκτήσει προσχεδιασμένη τροχιά γύρω από έναν πλανήτη ή τη Γη.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δορυφόρω — δορύφορος spear bearing masc/fem/neut nom/voc/acc dual δορύφορος spear bearing masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) δορυφόρος masc/fem/neut nom/voc/acc dual δορυφόρος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυφόρως — δορύφορος spear bearing adverbial δορύφορος spear bearing masc/fem acc pl (doric) δορυφόρος adverbial δορυφόρος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυφόροις — δορύφορος spear bearing masc/fem/neut dat pl δορυφόρος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυφόροισι — δορύφορος spear bearing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) δορυφόρος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυφόρον — δορυφόρος masc/fem acc sg δορυφόρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυφόρου — δορύφορος spear bearing masc/fem/neut gen sg δορυφόρος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυφόρους — δορύφορος spear bearing masc/fem acc pl δορυφόρος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)