Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δορυφόρος

См. также в других словарях:

  • Δορυφόρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυφόρος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυφόρος — I (Αστρον.). Κάθε ουράνιο σώμα που περιφέρεται γύρω από έναν πλανήτη και υπακούει στους ίδιους νόμους της ουράνιας μηχανικής που ρυθμίζουν την κίνηση των πλανητών. Τους νόμους αυτούς προσδιόρισε o Γερμανός αστρονόμος Γιοχάνες Κέπλερ. Εξαιτίας… …   Dictionary of Greek

  • δορυφόρος — ο 1. ουράνιο σώμα που περιστρέφεται γύρω από έναν πλανήτη: Η Σελήνη είναι δορυφόρος της Γης. 2. φρ., «τεχνητός δορυφόρος», σώμα που εκτοξεύεται από τη Γη προς το διάστημα με σκοπό να αποκτήσει προσχεδιασμένη τροχιά γύρω από έναν πλανήτη ή τη Γη.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δορυφόρω — δορύφορος spear bearing masc/fem/neut nom/voc/acc dual δορύφορος spear bearing masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) δορυφόρος masc/fem/neut nom/voc/acc dual δορυφόρος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυφόρως — δορύφορος spear bearing adverbial δορύφορος spear bearing masc/fem acc pl (doric) δορυφόρος adverbial δορυφόρος masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυφόροις — δορύφορος spear bearing masc/fem/neut dat pl δορυφόρος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυφόροισι — δορύφορος spear bearing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) δορυφόρος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυφόρον — δορυφόρος masc/fem acc sg δορυφόρος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυφόρου — δορύφορος spear bearing masc/fem/neut gen sg δορυφόρος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυφόρους — δορύφορος spear bearing masc/fem acc pl δορυφόρος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»