-
1 δορυφορία
δορυφορίᾱ, δορυφορίαguard kept over: fem nom /voc /acc dualδορυφορίᾱ, δορυφορίαguard kept over: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————δορυφορίαι, δορυφορίαguard kept over: fem nom /voc plδορυφορίᾱͅ, δορυφορίαguard kept over: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 δορυφορια
-
3 δορυφορίᾳ
Βλ. λ. δορυφορία -
4 δορυφορία
η1) раболепие, подобострастие, угодничество; 2) положение сателлита -
5 δορυφορία
δορῠφορ-ία, ἡ,A guard kept over,τῆς ἐπιστολῆς X. Cyr.2.2.10
: abs., Iamb.Myst.2.7; concrete, body-guard, LXX 2 Ma.3.28.II Astron.,κατὰ δορυφορίαν τῶν τροπικῶν κύκλων Placit.2.23.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δορυφορία
-
6 δορυφορία,-αςἡ N 1 0-0-0-0-1=1[/*] 2 Mc 3,28
guard kept over, bodyguardLust (λαγνεία) > δορυφορία,-αςἡ N 1 0-0-0-0-1=1[/*] 2 Mc 3,28
-
7 δορυφορίας
δορυφορίᾱς, δορυφορίαguard kept over: fem acc plδορυφορίᾱς, δορυφορίαguard kept over: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 δορυφορίαι
δορυφορίαguard kept over: fem nom /voc plδορυφορίᾱͅ, δορυφορίαguard kept over: fem dat sg (attic doric aeolic) -
9 δορυφορίαν
δορυφορίᾱν, δορυφορίαguard kept over: fem acc sg (attic doric aeolic) -
10 δορυφορίαις
δορυφορίαguard kept over: fem dat pl -
11 δορυφορικον
τό Luc. = δορυφορία См. δορυφορια
См. также в других словарях:
δορυφορία — δορυφορίᾱ , δορυφορία guard kept over fem nom/voc/acc dual δορυφορίᾱ , δορυφορία guard kept over fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυφορίᾳ — δορυφορίαι , δορυφορία guard kept over fem nom/voc pl δορυφορίᾱͅ , δορυφορία guard kept over fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυφορία — η (AM δορυφορία) φρουρά, σωματοφυλακή μσν. 1. τιμή 2. επίσημη κηδεία, ταφή αρχ. (για τα αστέρια) το να είναι δορυφόροι τού ηλίου … Dictionary of Greek
δορυφορίας — δορυφορίᾱς , δορυφορία guard kept over fem acc pl δορυφορίᾱς , δορυφορία guard kept over fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυφορίαι — δορυφορία guard kept over fem nom/voc pl δορυφορίᾱͅ , δορυφορία guard kept over fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυφορίαν — δορυφορίᾱν , δορυφορία guard kept over fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυφορίαις — δορυφορία guard kept over fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
дориношение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. δορυφορία) царская свита. … Словарь церковнославянского языка